Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Σαρματικός

См. также в других словарях:

  • σαρματικός — ή, ό / σαρματικός, ή, όν, ΝΑ και σαυροματικός Α [Σαρμάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σαρμάτες ή στη Σαρματία …   Dictionary of Greek

  • σαρμάτιος — α, ο, Ν 1. σαρματικός 2. φρ. «σαρμάτια βαθμίδα» ή, απλώς, «το σαρμάτιο» γεωλ. μεγάλη υποδιαίρεση τού μειοκαίνου και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά της, μία από τις έξι βαθμίδες του, που ακολουθεί την ταρνόνια και προηγείται τής …   Dictionary of Greek

  • σαυροματικός — ή, όν, Α βλ. σαρματικός …   Dictionary of Greek

  • Ηνίοχοι — Αρχαίος σαρματικός λαός που κατοικούσε στη βόρεια παραλία του Ευξείνου, στην Ηνιοχία. Σύμφωνα με την παράδοση, κατάγονταν από τους Αργοναύτες αδελφούς Κρέκα και Αμφίστρατο, ηνίοχους των Διοσκούρων, που έμειναν στην Κολχίδα και ζούσαν από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιάζυγες — Αρχαίος νομαδικός σαρματικός λαός. Αρχικά ζούσε στις όχθες της Μαιώτιδας λίμνης (σημερινή Αζοφική θάλασσα στον Εύξεινο Πόντο). Περίπου το 50 π.Χ., με τη σαρματική επέκταση, κατοίκησε στις όχθες τού κάτω Δούναβη και αργότερα μετακινήθηκε προς τα Δ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»