-
1 Σαμάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Σαμάτης
-
2 Σαρμάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Σαρμάτης
-
3 Σαυρομάτης
Σαυρομάτης [ᾰ], ου, ὁ, Sarmatian, Hdt.4.21, 110, etc.; also [full] Σαρμάτης, Scymn.876, and [full] Σαμάτης (q.v.):—fem. [full] Σαυρομάτις, Pl.Lg. 804e, etc.; as fem. Adj., Hdt.4.123; [full] Σαρμάτισσα, GDI2274.4, al. (Delph., ii B.C.):—[full] Σαρμᾰτία, ἡ, Sarmatia, IPE12.54 ([place name] Olbia):—Adj. [full] Σαυροματικός, ή, όν, Arist.GA 783a14; [full] Σαρματικός, Str.7.4.8, Ptol. Geog.5.8.5, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Σαυρομάτης
См. также в других словарях:
Σαμάτης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) βλ. Σαρμάτης … Dictionary of Greek
Σαρμάτης — και ποιητ. τ. Σαμάτης και Σαυρομάτης, ο, ΝΑ συν. στον πληθ. οι Σαρμάτες και οἱ Σαρμάται οι κάτοικοι τής Σαρματίας, νομαδικός λαός ιρανικής καταγωγής, ο οποίος κατά τον 6ο ώς τον 4ο π.Χ. αιώνα μετανάστευσε από την κεντρική Ασία στα Ουράλια και στη … Dictionary of Greek