-
1 ψαστής
-
2 ἀγέρωχος
ἀγέρ-ωχος [pron. full] [ᾰ], ον, poet. Adj. (used also in late Prose, v. infr.), in Hom. always in good sense,A high-minded, lordly, Τρῶες, Ῥόδιοι, Μυσοί, Il.3.36, 2.654, 10.430, cf. Alcm.122, B.5.35;βάτραχοι Batr.145
; once of a single man, viz. Periclymenus, Od.11.286, Hes.Fr.14; of noble actions,ἀ. ἕργματα Pi.N.6.34
;νίκη O.10(11).79
; πλούτου στεφάνωμ' ἀ. lordly crown of wealth, P.1.50; high-spirited, Philostr.Im.2.2,al.; ἀγέρωχα σκιρτᾶν ib.32;- ότερα γυμνάσια Id.Gym.46
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγέρωχος
-
3 ὑπόθευτον
ὑπόθευτον· Ῥόδιοι ἐπὶ θυσίας, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόθευτον
-
4 Ῥόδος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ῥόδος
-
5 ἄθρας
Grammatical information: m.\/f.?Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Generally compared with Skt. vandhúra- m. `wagon-seat' taken as wicker basket tied upon the wagon, and connected with NHG winden etc. (Pok. 1148) as IE u̯endʰ-: u̯n̥dʰ- (\> gr. [F] αθ-). Lidén Streitberg-Festgabe 227. But the formation of the Sanskrit word is unclear (KEWA 3, 143), and the root is hardly attested outside Germanic. - Bănăt̨eanu REIE 3, 149 calls it Anatolian. - Connection with κάνναθρον is improbable.Page in Frisk: 1,29Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄθρας
-
6 αἶκλον
αἶκλον (ἄϊκλον)Grammatical information: n.Meaning: `evening meal of the Spartans' (Epich.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Fur. 139 points to εἶκλον δεῖπνον H. and εἰκλεῖ δειπνεῖ H. and compares ἰκνείαν τροφεῖα H. and ἰκνεῖος τροφεύς. ` Ρόδιοι H. and rightly concludes to a substr. word, which may be formulated ( ἀ-)Ϝικλ\/ν- (not ἐ-Ϝικ- as there was no (prothetic) vowel ε); for the proth. vowels cf. ἀέροπ- \/ μέροπ- (the change between λ and ν may be secondary). (Comparison with αἰκάζει καλεῖ H. or αἰκάλλω is completely in the air.).Page in Frisk: 1,39Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἶκλον
-
7 ἄϊκλον
αἶκλον (ἄϊκλον)Grammatical information: n.Meaning: `evening meal of the Spartans' (Epich.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Fur. 139 points to εἶκλον δεῖπνον H. and εἰκλεῖ δειπνεῖ H. and compares ἰκνείαν τροφεῖα H. and ἰκνεῖος τροφεύς. ` Ρόδιοι H. and rightly concludes to a substr. word, which may be formulated ( ἀ-)Ϝικλ\/ν- (not ἐ-Ϝικ- as there was no (prothetic) vowel ε); for the proth. vowels cf. ἀέροπ- \/ μέροπ- (the change between λ and ν may be secondary). (Comparison with αἰκάζει καλεῖ H. or αἰκάλλω is completely in the air.).Page in Frisk: 1,39Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄϊκλον
-
8 βουσός
Grammatical information: f.Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]Etymology: From *βου-σόϜος (Schwyzer 450), to σεύω (s. v.). Cf. μηλοσόη ὁδός, δι' ἧς πρόβατα ἐλαύνεται. ` Ρόδιοι H.; also βοῦα. Not with Schwyzer Glotta 12 (1923) 5 n.. 1, Fraenkel, Glotta 32 (1953) 22: = Ion. βυσσός `depth, bottom'.Page in Frisk: 1,261Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βουσός
-
9 κάνναθρον
κάνναθρον, κάναθρονGrammatical information: n.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: - Perh. from κάννα `reed' with θρο-suffix (cf. Chantraine Formation 373f.). Lidén I 227ff. assumes a compound from κάννα and a word for `wagon(basket)', in ἄθρας ἅρμα. ` Ρόδιοι H. (s. v.) which is most improbable; the gloss is considered corrupt by Latte. On the suffix Fur. 303 n. 39.Page in Frisk: 1,779Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάνναθρον
-
10 κάναθρον
κάνναθρον, κάναθρονGrammatical information: n.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: - Perh. from κάννα `reed' with θρο-suffix (cf. Chantraine Formation 373f.). Lidén I 227ff. assumes a compound from κάννα and a word for `wagon(basket)', in ἄθρας ἅρμα. ` Ρόδιοι H. (s. v.) which is most improbable; the gloss is considered corrupt by Latte. On the suffix Fur. 303 n. 39.Page in Frisk: 1,779Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάναθρον
См. также в других словарях:
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
δημοκηδής — (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Γιατρός από τον Κρότωνα. Επειδή ήρθε σε προστριβή με τον πατέρα του Καλλιφώνα, επίσης γιατρό, κατέφυγε στην Αίγινα όπου του δόθηκε το αξίωμα του δημόσιου γιατρού. Ύστερα από τρία χρόνια πήγε στην Αθήνα, αλλά μετά… … Dictionary of Greek
Dodanim — or Rodanim, (דודנים), (Greek: Ρόδιοι) was, in the Book of Genesis, a son of Javan (thus, a great grandson of Noah). He is usually associated with the people of the island of Rhodes as their progenitor. im is a plural suffix in Hebrew, and the… … Wikipedia
APOLLONIUS — I. APOLLONIUS Africae, quae Aegypto coniuncta est, ab Alexandro M. post deditam Aegyptum, praepositus. Curt. l. 4. c. 8. II. APOLLONIUS Alabandensis (Alabanda autem oppid. est minoris Asiae) dicendi magister clarissimus, teste Suetoniô in Zul.… … Hofmann J. Lexicon universale
Ορθωσία — Όνομα δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Φοινίκης, στις εκβολές του ποταμού Ελεύθερου, ο οποίος ήταν το φυσικό σύνορο της Σελευκίδας με τη Φοινίκη και την Κοίλη Συρία. Επειδή στη διάρκεια του τρίτου Συριακού πόλεμου (247 239 π.Χ.) η πόλη αυτή… … Dictionary of Greek
Σηστός — Πόλη της αρχαίας Θράκης, απέναντι από την Άβυδο της ασιατικής ακτής. Ήταν αποικία των Αιολέων και αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως το 513 π.Χ. ο Δαρείος είχε περάσει από τη Σ. όταν γύριζε από την εκστρατεία του εναντίον… … Dictionary of Greek
Σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του … Dictionary of Greek
επιπροσπλέω — ἐπιπροσπλέω (Α) προσπλέω, ταξιδεύω προς έναν τόπο («ἐθάρρησαν πρῶτοι Ῥόδιοι... ἐπιπροσπλεῡσαι τῷ τόπῳ», Στράβ.) … Dictionary of Greek
ορθωσία — Όνομα δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Φοινίκης, στις εκβολές του ποταμού Ελεύθερου, ο οποίος ήταν το φυσικό σύνορο της Σελευκίδας με τη Φοινίκη και την Κοίλη Συρία. Επειδή στη διάρκεια του τρίτου Συριακού πόλεμου (247 239 π.Χ.) η πόλη αυτή… … Dictionary of Greek
σεγάνιον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «γυργαθῶδες πλέγμα Ῥόδιοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ αντί σαργάνιον (< σαργάνη)] … Dictionary of Greek
σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του … Dictionary of Greek