Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Ρόδιοι

См. также в других словарях:

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • δημοκηδής — (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Γιατρός από τον Κρότωνα. Επειδή ήρθε σε προστριβή με τον πατέρα του Καλλιφώνα, επίσης γιατρό, κατέφυγε στην Αίγινα όπου του δόθηκε το αξίωμα του δημόσιου γιατρού. Ύστερα από τρία χρόνια πήγε στην Αθήνα, αλλά μετά… …   Dictionary of Greek

  • Dodanim — or Rodanim, (דודנים), (Greek: Ρόδιοι) was, in the Book of Genesis, a son of Javan (thus, a great grandson of Noah). He is usually associated with the people of the island of Rhodes as their progenitor. im is a plural suffix in Hebrew, and the… …   Wikipedia

  • APOLLONIUS — I. APOLLONIUS Africae, quae Aegypto coniuncta est, ab Alexandro M. post deditam Aegyptum, praepositus. Curt. l. 4. c. 8. II. APOLLONIUS Alabandensis (Alabanda autem oppid. est minoris Asiae) dicendi magister clarissimus, teste Suetoniô in Zul.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ορθωσία — Όνομα δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Φοινίκης, στις εκβολές του ποταμού Ελεύθερου, ο οποίος ήταν το φυσικό σύνορο της Σελευκίδας με τη Φοινίκη και την Κοίλη Συρία. Επειδή στη διάρκεια του τρίτου Συριακού πόλεμου (247 239 π.Χ.) η πόλη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Σηστός — Πόλη της αρχαίας Θράκης, απέναντι από την Άβυδο της ασιατικής ακτής. Ήταν αποικία των Αιολέων και αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως το 513 π.Χ. ο Δαρείος είχε περάσει από τη Σ. όταν γύριζε από την εκστρατεία του εναντίον… …   Dictionary of Greek

  • Σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του …   Dictionary of Greek

  • επιπροσπλέω — ἐπιπροσπλέω (Α) προσπλέω, ταξιδεύω προς έναν τόπο («ἐθάρρησαν πρῶτοι Ῥόδιοι... ἐπιπροσπλεῡσαι τῷ τόπῳ», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • ορθωσία — Όνομα δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Φοινίκης, στις εκβολές του ποταμού Ελεύθερου, ο οποίος ήταν το φυσικό σύνορο της Σελευκίδας με τη Φοινίκη και την Κοίλη Συρία. Επειδή στη διάρκεια του τρίτου Συριακού πόλεμου (247 239 π.Χ.) η πόλη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • σεγάνιον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «γυργαθῶδες πλέγμα Ῥόδιοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ αντί σαργάνιον (< σαργάνη)] …   Dictionary of Greek

  • σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»