-
1 Ρωσία
[Росиа] ουσ. Θ. РоссияΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > Ρωσία
-
2 Россия
-
3 статский
επ. παλ. βλ. штатский.εκφρ.действительный статский советник – πολιτικός βαθμός 4ης τάξης (στην παλιά Ρωσία)•статский советник – πολιτικός βαθμός 5ης τάξης (στην παλιά Ρωσία). -
4 дружина
дружи́н||аж1. ист. ἡ ντρουζίνα, ἡ ἀκολουθία (ή σωματοφυλακή κρίγκηκα στήν ἀρχαία Ρωσία)·2. (рабочая и т. п.) τό ἀπόσπασμα:боевые \дружинаы τά μαχητικά ἀποσπάσματα· пожарная \дружина τό πυροσβεστικό σῶμα· пионерская \дружина ἡ πιονιέρικη ὁμάδα. -
5 кадет
кадет Iм ист. ὁ μαθητής μέσης στρατιωτικής σχολής (στην τσαρική Ρωσία).кадет IIм полит ὁ καντέ, ὁ συνταγματικός δημοκράτης. -
6 кадетский
кадетский Iприл ист.:\кадетский корпус ἡ στρατιωτική σχολή (στην τσαρική Ρωσία).кадетск||ий IIприл полит:\кадетскийая партия τό κόμμα των καντέ. -
7 лобный
лобн||ыйприл анат. μετωπικός, μετωπιαίος:\лобныйая кость τό μετωπιαΐον ὀσ-τοῦν \лобныйая пазуха τό μετωπιαίον ἄντρον· ◊ \лобныйое место ист. ὁ τόπος τής ἐκτελέσεως στήν Ρωσία. -
8 предводитель
предводительм ὁ ὁδηγός, ὁ ἀρχηγός, ὁ ἡγέτης, ὁ ἡγήτωρ:\предводитель племени ὁ φύ-λαρχος· ◊ \предводитель дворянства ист. ὁ ἐπικεφαλής τών εὐγενών μιᾶς ἐπαρχίας (στήν τσαρική Ρωσία). -
9 приказ
приказм1. ἡ διαταγή, ἡ ἐντολή, τό πρόσταγμα, ἡ προσταγή:по \приказу κατά διαταγήν, κατ' ἐντολήν выполнять боевой \приказ ἐκτελώ στρατιωτική διαταγή· отдавать \приказ δίνω διαταγή·2. ист. ἡ ὑπηρεσία (εσωτερικών, ἐξωτερικών, οίκονομικών ὑποθέσεων κ.λ.π.) στή Ρωσία τό 16-18 αἰώνα -
10 юнкер
юнкерм воен. уст. ὁ εὔελπις (στην Τσαρική Ρωσία). -
11 лобное место
[λόμπναιε μιέστα] (ιστ.) ο τόπος της εκτελέσεως στην Ρωσία -
12 лобное место
[λόμπναιε μιέστα] (ιστ) ο τόπος της εκτελέσεως στην Ρωσία -
13 Бунд
-а α.Μπούντ, πανεβραϊκή σοσιαλδημ. οργάνωση στη Ρωσία (1897-1921). -
14 волчий
-ья, -ье, επ.1. λυκίσιος, του λύκου•-ья шкура λυκίσιο δέρμα•
-ья стая κοπάδι λύκων.
2. μτφ. σκληρός, κακός, απάνθρωπος, θηριώδης• αρπαχτικός•-ьи законы σκληροί νόμοι.
εκφρ.волчий аппетит – κυνορεξία, λίμα•- ья пасть – λυκόστομα•волчий билет ή паспорт – (στην τσαρική Ρωσία) ταυτότητα με υποσημείωση: αμφίβολος (κοινωνικών φρονημάτων)•- чья яма – α) λυκοπαγίδα με λάκκο» β) στρατ. τάφρος, ντάπια. -
15 гарнец
-нца α. παλ. μέτρο βάρους στη Ρωσία ίσο με 3,28 του κιλού. -
16 гильдия
-и θ.1. συντεχνία (μεσαιωνική).2. κατηγορία εμπόρων στην τσαρική Ρωσία. -
17 гласный
-
18 губернатор
-а α.1. κυβερνήτης, νομάρχης (στην προεπν. Ρωσία).2. κυβερνήτης σε μερικές αποικίες καθώς και στις πολιτείες της Αμερικής. -
19 десятский
-ого α. χωροφύλακας εκλεγμένος από τους χωρικούς στην προεπαν. Ρωσία. -
20 дооктябрьский
επ.προοκτωβριανός•-ая россйя η προοκτωβριανή Ρωσία.
См. также в других словарях:
Ρωσία — Ρωσία, η και Ρουσία, η μεγάλο κράτος που απλώνεται στην Ευρώπη και την Ασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Άχαντ Χαάμ — (Ρωσία 1856 – Παλαιστίνη 1927). Ψευδώνυμο (που σημαίνει στα εβραϊκά ένας από τον λαό) του εβραίου σιωνιστή ηγέτη Άσερ Γκίντζμπεργκ. Πρέσβευε ότι ο σιωνισμός δεν είναι πολιτικό ρεύμα, αλλά πνευματική και ηθική δύναμη, που μπορεί να ακτινοβολεί και … Dictionary of Greek
Βαλλιάνος, Θεόδωρος — (Ρωσία 1801 – Αθήνα 1857). Αγωνιστής του 1821, στρατιωτικός και λόγιος. Καταγόταν από την Κεφαλονιά. Σπούδασε στη στρατιωτική Ακαδημία της Πετρούπολης, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη θεολογία και τη λογοτεχνία. Υπηρέτησε στον ρωσικό στρατό και… … Dictionary of Greek
Γρηγοριάδου, Αφροδίτη — (Ρωσία 1940 –). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και με την αποφοίτησή της, το 1962, έκανε το θεατρικό της ντεμπούτο στο έργο του Πιραντέλο Απόψε αυτοσχεδιάζουμε. Λίγο νωρίτερα είχε… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Λευκορωσία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΑ και Α με τη Ρωσία, Ν με την Ουκρανία, Δ με την Πολωνία και ΒΔ με τη Λιθουανία και τη Λετονία.Η Λ., Mπελαρούς στη γλώσσα των κατοίκων της, είναι μια εύφορη, σχεδόν επίπεδη χώρα, λίγο μικρότερη… … Dictionary of Greek
πανσλαβισμός — Πολιτική και πολιτιστική κίνηση, της οποίας η ιδεολογική αφετηρία πρέπει να αναζητηθεί στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα. Ο όρος π. δεν είναι σλαβικός (προτάθηκε από τον Χέρκελ το 1826) και το περιεχόμενο του δεν είναι πάντοτε σαφές. Η θεωρία … Dictionary of Greek
Ανατολικό Ζήτημα — Ονομάστηκε έτσι η πολύπλοκη πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Εγγύς Ανατολή από τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες, παρακολουθώντας την εξασθένηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά την… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek