-
21 дума
-ы θ.1. σκέψη, στόχαση•тяжлая дума οδυνηρή σκέψη.
2. (φιλγ.) ελεγείο, ελεγεία.3. (στη Ρωσία) η Δούμα, κεντρικό ή τοπικό όργανο διοίκησης•боярская дума η Δούμα των βογιάρων•
городская дума η Δούμα της πόλης•
государственная дума η κρατική Δούμα (Κοινοβούλιο).
-
22 духоборство
κ. духоборчество, -а ουδ. ντουχομπόρστβο, αντιπνευματισμός (θρησκ. αίρεση στη νότια Ρωσία τον 18 αι.). -
23 земство
-а ουδ.ζέμστβο, τοπική αυτοδιοίκηση (στην προεπαν. Ρωσία). -
24 интервенция
-и θ.επέμβαση•интервенция Англии и Франции в Советской России η επέμβαση της Αγγλίας και Γαλλίας στη Σοβιετική Ρωσία.
-
25 капитул
-а α.1. σύνοδος ιερέων επισκοπής καθολικής εκκλησίας.2. παλ. συνέλευση ιπποτικού ή μοναχικού τάγματος.3. ίδρυμα απονομής βραβείων στην τσαρική Ρωσία. -
26 низовой
επ.1. χαμηλός•-ые травы χαμηλά χόρτα•
-ая метель χαμηλός χιονοστρόβιλος.
2. του κάτω ρου (παρά τις εκβολές). || από τον κάτω ρουν•низовой ветер αναπλοϊκός άνεμος•
низовой хлеб σιτηρά από τα κάτω μέρη του ποταμού;
3. κατώτερος•-ые организации οι οργανώσεις βάσης.
|| λαϊκός, μαζικός•- ая Россия παλ. η Ρωσία των λαϊκών μαζών.
-
27 октябрист
-а α.οχτωβριανός (μέλος ή οπαδός του αστοτσιφλικάδικου κόμματος στη Ρωσία). -
28 первостатейный
επ.1. παλ. πρώτης κατηγορίας•первостатейный купец έμπορας πρώτης κατηγορίας (οι έμποροι στην τσαρική Ρωσία χωρίζονταν σε κατηγορίες).
2. υπέροχος, πρώτης τάξης ή ποιότητας•первостатейный товар εμπόρευμα πρώτης τάξης.
|| σημαντικός, μεγάλος, εξαιρετικός. -
29 подножный
επ.της υπώρειας, των ριζών του βουνού•подножный лес το δάσος στους πρόποδες.
|| ο κάτω από τα πόδια•-ая скамейка το υποπόδιο•
подножный коврик βλ. подножка (3 σημ.).
εκφρ.подножный корм – α) χλωρή νομή, χλωρό χορτάρι, χλω-ρωσιά• βοσκή, β) τροφή σελέμικη (τζάμπα). -
30 поселение
-я ουδ.1. εγκατοίκηση.2. κατοικημένο μέρος, συνοικισμός.3. εκτόπιση, εξορία (στην τσαρική Ρωσία).εκφρ.– παλ. военные -я στρατιωτικοποιημένα κατοικημένα σημεία ή χωριά. -
31 прогоны
-ов πλθ. (ενκ. прогон -а α.).1. πληρωμή κατά βέρστιο (18 – 19 αι.).2. οδοιπορικά έξοδα (αξιωματικών και δημόσιων υπαλλήλων στην τσαρική Ρωσία). -
32 раскол
-а α.1. σπάσιμο, θραύση• τσάκισμα•раскол камня σπάσιμο της -πέτρας.
2. μτφ. διάσπαση•в партии произошл раскол στο κόμμα έγινε διάσπαση.
3. (θρησκ.) σχίσμα (στα μέσα του 17ον αι. στη Ρωσία).4. βλ. старообрячество. -
33 тарабарский
επ.1. παλ. κρυπτογραφικός.2. ακατάληπτος, ακατανόητος.εκφρ.- ая грамота – α) κρυπτογραφικό σύστημα στη Ρωσία, β) το ακατάληπτο, το ακατανόητο. -
34 титулярный
επ. титулярный советник σύμβουλος ένατης τάξης στην προεπαναστατική Ρωσία. -
35 тиун
κ. тивун-а α.ονομασία διαφόρων• δημοσίων υπαλλήλων στη Ρωσία τον 10-17 αι. -
36 тюрьма
-ы, πλθ. тюрьмы, -рем, -рьмамθ.1. φυλακή, ειρκτή κ. ειρν. το φρέσκο•заключить в -у κλείνω στη φυλακή•
каторжная тюрьма τα κάτεργα, κάτεργα δεσμά•
бросить в -ρίχνω στη φυλακή•
сгноить в -έ σαπίζω στη φυλακή.
2. μτφ. κόλαση•царская россия была -ой народов ητσαρική Ρωσία ήταν φυλακή των λαών.
-
37 уроженец
-нца α.-ка, -и θ.γεννημένος, -η•уроженец России γεννημένος στη Ρωσία•
уроженец Греции γεννημένος στην Ελλάδα.
-
38 хлыст
-
39 хлыстовство
-а ουδ.θρησκευτική αίρεση στη Ρωσία. -
40 царский
επ.τσαρικός, βασιλικός•-ая корона η τσαρική κορόνα•
царский престол τσαρικός θρόνος•
-ая россия η τσαρική Ρωσία•
-ое правительство τσαρική κυβέρνηση•-ое самодержавие τσαρική απολυταρχία.
|| πολυτελής•царский подарок πολυτελές (βασιλικό) δώρο.
εκφρ.-ие врата ή двери – (εκκλσ.) η πύλη του τέμπλου, του εικονοστασίου.
См. также в других словарях:
Ρωσία — Ρωσία, η και Ρουσία, η μεγάλο κράτος που απλώνεται στην Ευρώπη και την Ασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Άχαντ Χαάμ — (Ρωσία 1856 – Παλαιστίνη 1927). Ψευδώνυμο (που σημαίνει στα εβραϊκά ένας από τον λαό) του εβραίου σιωνιστή ηγέτη Άσερ Γκίντζμπεργκ. Πρέσβευε ότι ο σιωνισμός δεν είναι πολιτικό ρεύμα, αλλά πνευματική και ηθική δύναμη, που μπορεί να ακτινοβολεί και … Dictionary of Greek
Βαλλιάνος, Θεόδωρος — (Ρωσία 1801 – Αθήνα 1857). Αγωνιστής του 1821, στρατιωτικός και λόγιος. Καταγόταν από την Κεφαλονιά. Σπούδασε στη στρατιωτική Ακαδημία της Πετρούπολης, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη θεολογία και τη λογοτεχνία. Υπηρέτησε στον ρωσικό στρατό και… … Dictionary of Greek
Γρηγοριάδου, Αφροδίτη — (Ρωσία 1940 –). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και με την αποφοίτησή της, το 1962, έκανε το θεατρικό της ντεμπούτο στο έργο του Πιραντέλο Απόψε αυτοσχεδιάζουμε. Λίγο νωρίτερα είχε… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Λευκορωσία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΑ και Α με τη Ρωσία, Ν με την Ουκρανία, Δ με την Πολωνία και ΒΔ με τη Λιθουανία και τη Λετονία.Η Λ., Mπελαρούς στη γλώσσα των κατοίκων της, είναι μια εύφορη, σχεδόν επίπεδη χώρα, λίγο μικρότερη… … Dictionary of Greek
πανσλαβισμός — Πολιτική και πολιτιστική κίνηση, της οποίας η ιδεολογική αφετηρία πρέπει να αναζητηθεί στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα. Ο όρος π. δεν είναι σλαβικός (προτάθηκε από τον Χέρκελ το 1826) και το περιεχόμενο του δεν είναι πάντοτε σαφές. Η θεωρία … Dictionary of Greek
Ανατολικό Ζήτημα — Ονομάστηκε έτσι η πολύπλοκη πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Εγγύς Ανατολή από τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες, παρακολουθώντας την εξασθένηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά την… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek