-
1 Πανοψ
Πάνοπος κρήνη Plat. — Панопов источник ( близ Афин)
См. также в других словарях:
πάνοψ — οπος, ὁ, Α (για τον Ερμή) αυτός που βλέπει τα πάντα, πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οψ (< θ. οπ τού όπωπα*), πρβλ. μήλ οψ] … Dictionary of Greek
PANOPS — Hesych. Πάνοψ, ἥρως Ἀττικὸς, ἐςτὶ δὲ αὐτοῦ νεὼς καὶ ἄγαλμα καὶ χρήνη … Hofmann J. Lexicon universale
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek