Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Πυλαιασταί

См. также в других словарях:

  • πυλαιασταί — oἱ, Α 1. θαυματοποιοί οι οποίοι συνέρρεαν κατά τη διάρκεια τού αμφικτιονικού συνεδρίου στην Ανθήλη και στους Δελφούς 2. (κατά τον Ησύχ.) (στη Ρόδο) οι ψεύτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πυλαιάζω < πύλαι / πυλαία] …   Dictionary of Greek

  • πυλαιαστάς — πυλαιαστά̱ς , πυλαιασταί buffoons masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»