-
1 Πρίηπος
ΠρίαποςPriapus: masc nom sg (ionic) -
2 μονοστόρθυγξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονοστόρθυγξ
-
3 Πρίαπος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πρίαπος
-
4 ἀγροιώτης
A = ἀγρότης 1, Hom. always in nom. pl.,ἀνέρες ἀγροιῶται Il.11.549
;βουκόλοι ἀ. Od.11.293
;λαοὶ ἀ Il.11.676
;νήπιοι ἀ. Od. 21.85
;ποιμένας ἀ. Hes.Sc.39
; sg., Ar.Th.58:—fem. [full] ἀγροιῶτις, ἡ, (perh. as Adj., cf. 11) Sapph.70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγροιώτης
-
5 Πρίᾱπος
ΠρίᾱποςGrammatical information: m.Meaning: phallic god, protecting the gardens (Mosch., D. S. etc.; Boeot. Priaposherme end Va, s. Nilsson Gr. Rel. 1, 594 n. 4).Other forms: Ion. Πρίηπος.Derivatives: Πριαπ- ( Πριηπ-)ίσ-κος with - ισκωτός, - ίδιον, - ειος, -ήϊον, - ώδης, - ίζω with - ισμός, - ισταί (hell.).Origin: Anat.Etymology: As the god comes from northwest Asia Minor (cf. Πρίαπος town on the Propontis), the name is also no doubt Anatolian; lit. in Herter P.-W. 22, 1915. An IE etymology which must be rejected (by Osthoff Arch. f. Religionswiss. 7, 412ff.) is mentioned in Bq.Page in Frisk: 2,594Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Πρίᾱπος
См. также в других словарях:
Πρίηπος — Πρίαπος Priapus masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PRIAPUS — I. PRIAPUS Liberi patris et Veneris fil. quem superstitiosa antiquitas hortorum praesidem credidit, addo et portuum. Leonidas vetus poeta: Ταῦθ᾿ ὁ Πρίηπος ἐγὼν ἐπιτέλλομαι ὁ λιμενίτης. De quo vide Voss. de Idol. l. 2. c. 7. et Dempster. ad Rosin … Hofmann J. Lexicon universale
Приап — (Priapus, Πρίαπος). Сын Диониса и Афродиты, божество плодородия и покровитель стад овец и коз, пчеловодства, виноделия и садоводства. (Источник: «Краткий словарь мифологии и древностей». М.Корш. Санкт Петербург, издание А. С. Суворина, 1894.)… … Энциклопедия мифологии
Πρίαπος — I Ελληνική θεότητα από τη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Διονύσου και της Αφροδίτης, και γι’ αυτό του αποδίδουν διονυσιακούς και αφροδισιακούς χαρακτήρες, δηλαδή ερωτικόοργιαστικούς· κατά τον ίδιο τρόπο… … Dictionary of Greek
Σωτάδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κωμικός ποιητής της μέσης αττικής κωμωδίας. Διασώθηκαν λίγα αποσπάσματα από τις κωμωδίες του Εγκλειόμενος και Παραλοτρούμενος. 2. Αρχαίος Έλληνας ποιητής από την Κρήτη, που έζησε στα χρόνια του Πτολεμαίου Φιλάδελφου.… … Dictionary of Greek