Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Προηροσία

См. также в других словарях:

  • προηροσία — προηροσίᾱ , προηρόσιος before the time of tillage fem nom/voc/acc dual προηροσίᾱ , προηρόσιος before the time of tillage fem nom/voc sg (attic doric aeolic) προηροσίᾱ , προηροσία fem nom/voc/acc dual προηροσίᾱ , προηροσία fem nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηροσίᾳ — προηροσίᾱͅ , προηρόσιος before the time of tillage fem dat sg (attic doric aeolic) προηροσίαι , προηροσία fem nom/voc pl προηροσίᾱͅ , προηροσία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηρόσια — before the time of tillage neut nom/voc/acc pl προηρόσιος before the time of tillage neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηρόσια — τὰ, Α βλ. προηρόσιος …   Dictionary of Greek

  • προηροσίας — προηροσίᾱς , προηρόσιος before the time of tillage fem acc pl προηροσίᾱς , προηρόσιος before the time of tillage fem gen sg (attic doric aeolic) προηροσίᾱς , προηροσία fem acc pl προηροσίᾱς , προηροσία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηροσίαι — προηροσίᾱͅ , προηρόσιος before the time of tillage fem dat sg (attic doric aeolic) προηροσία fem nom/voc pl προηροσίᾱͅ , προηροσία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηροσίαν — προηροσίᾱν , προηρόσιος before the time of tillage fem acc sg (attic doric aeolic) προηροσίᾱν , προηροσία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηροσίων — προηρόσια before the time of tillage neut gen pl προηρόσιος before the time of tillage fem gen pl προηρόσιος before the time of tillage masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληροσία — ἡ, ΜΑ στον πληθ. αἱ πληρωσίαι τα προηροσια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προηρόσια (< πρό ἀρότρου), με έκθλιψη του ο και ανομοιωτική τροπή του ρ σε λ ] …   Dictionary of Greek

  • προηρόσιος — και πρηρόσιος, ία, ον, ουδ. πληθ. και προηρέσια, Α 1. αυτός που γίνεται πριν από την άροση 2. (το θηλ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ προηροσία ή πρηροσία, τὰ προηρόσια ή προηρέσια γιορτή προς τιμή τής Δήμητρος και τής Κόρης την οποία τελούσαν οι… …   Dictionary of Greek

  • Ceres — CERES, ĕris, Gr. Δημήτηρ, τρος, (⇒ Tab. IX.) 1 §. Namen. Der Namen Ceres soll nach einigen von Gero, ich trage, herkommen, und so viel, als Geres seyn, weil die Erde, die durch die Ceres bemerket wird, Früchte trage. Cicero de N.D. l. II. c. 26.… …   Gründliches mythologisches Lexikon

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»