-
1 Πριαμικος
-
2 Πριαμική
Πριαμικόςpriam: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
3 Πριαμικαίς
-
4 Πριαμικαῖς
-
5 Πριαμικού
-
6 Πριαμικοῦ
-
7 Πριαμικάς
Πριαμικά̱ς, Πριαμικόςpriam: fem acc pl -
8 Πριαμίδας
Πριαμίδᾱς, Πριαμίδηςpriam: masc acc plΠριαμίδᾱς, Πριαμίδηςpriam: masc nom sg (epic doric aeolic)Πριαμίςpriam: fem acc plΠριαμικόςpriam: fem acc pl -
9 Πριαμίδες
Πριαμίςpriam: fem nom /voc plΠριαμικόςpriam: fem nom /voc pl -
10 Πριαμίδος
Πριαμίςpriam: fem gen sgΠριαμικόςpriam: fem gen sg -
11 Πριαμίδων
Πριαμίςpriam: fem gen plΠριαμικόςpriam: fem gen pl -
12 Πριαμίς
Πριαμίςpriam: fem nom sgΠριαμικόςpriam: fem nom sg -
13 Πριαμίσι
Πριαμίςpriam: fem dat plΠριαμικόςpriam: fem dat pl -
14 Πρίαμος
A priam, Il.1.19, etc.; [dialect] Aeol. [full] Πέρρᾰμος (wh. = βασιλεύς, acc. to Hsch.) Alc.Supp.8.2; also [full] Πέρᾰμος, Sapph.Supp. 20a. 16:—Patron. [full] Πριᾰμίδης [Πρῑ- metri gr.], ὁ, [dialect] Ep. gen. -ίδαο, -ίδεω, Il.3.356, 20.77: Adj. [full] Πριαμικός, ή, όν, of or like Priam, ; poet. fem. [full] Πριαμίς, ίδος, E.Hel. 1158 (lyr.), Or. 1482 (lyr.): [var] Dim. [full] Πριαμιλλύδριον and [full] Πριαμύλλιον, τό, Sch.D.T.pp.375,376 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πρίαμος
См. также в других словарях:
πριαμικός — ή, όν και τ. θηλ. πριαμίς, ίδος, Α [Πρίαμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πρίαμο ή ο όμοιος με τον Πρίαμο … Dictionary of Greek
Πριαμικαῖς — Πριαμικός priam fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πριαμικοῦ — Πριαμικός priam masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πριαμική — Πριαμικός priam fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πριαμήϊος — ηΐα, ον, Α (επικ. τ.) πριαμικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίαμος + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
Πριαμικάς — Πριαμικά̱ς , Πριαμικός priam fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πριαμίδας — Πριαμίδᾱς , Πριαμίδης priam masc acc pl Πριαμίδᾱς , Πριαμίδης priam masc nom sg (epic doric aeolic) Πριαμίς priam fem acc pl Πριαμικός priam fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πριαμίδες — Πριαμίς priam fem nom/voc pl Πριαμικός priam fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πριαμίδος — Πριαμίς priam fem gen sg Πριαμικός priam fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πριαμίδων — Πριαμίς priam fem gen pl Πριαμικός priam fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πριαμίς — priam fem nom sg Πριαμικός priam fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)