-
1 Πλατων
1) родом из Афин, сын Аристона и Периктионы, ученик Сократа, основатель «Академической» философской школы, 427-347 гг. до н.э.2) уроженец Афин, один из представителей староатт. комедии, V-IV вв. до н.э. -
2 Πλάτων
Πλάτωνbroad-shouldered: masc nom /voc sg -
3 πλατών
πλάτηflat: fem gen plπλάτηςplatform: masc gen plπλάτοςbreadth: neut gen pl (attic epic doric)πλᾱτῶν, πλατόςapproachable: fem gen plπλᾱτῶν, πλατόςapproachable: masc /neut gen plπλατύςwide: masc /neut gen pl (attic epic doric) -
4 πλατῶν
πλάτηflat: fem gen plπλάτηςplatform: masc gen plπλάτοςbreadth: neut gen pl (attic epic doric)πλᾱτῶν, πλατόςapproachable: fem gen plπλᾱτῶν, πλατόςapproachable: masc /neut gen plπλατύςwide: masc /neut gen pl (attic epic doric) -
5 Πλάτων
A broad-shouldered):— hence Adj. [full] Πλᾰτώνειος, α, ον, of Plato, Sch.D.T.p.224 H., Suid.; [full] Πλατώνεια, τά, festival in honour of P., Porph. ap. Eus.PE10.3:— also [full] Πλᾰτωνικός, ή, όν, AP11.354.9 (Agath.);Π. φιλόσοφος Sammelb. 6012
(iii A.D.);ἀποδείξεις Dam.Pr. 311
: [comp] Comp. - ώτερος ib. 263: [comp] Sup.- ώτατος Luc.VH2.19
. Adv. - κῶς after the manner of Plato,τὰς γυναῖκας Π. ἔχοντες κοινάς Str.7.3.7
. -
6 πλάτων
-
7 Πλάτων'
Πλάτωνα, Πλάτωνbroad-shouldered: masc acc sgΠλάτωνι, Πλάτωνbroad-shouldered: masc dat sgΠλάτωνε, Πλάτωνbroad-shouldered: masc nom /voc /acc dual -
8 πλάτων'
πλάτωνι, πλάτωνιςdeer with broad antlers: fem voc sg -
9 φιλο-πλάτων
φιλο-πλάτων, ωνος, den Platon liebend, Freund, Freundinn des Platon, D. L. 3, 47.
-
10 ἰσο-πλάτων
ἰσο-πλάτων, ωνος, dem Platon gleich, Agath. 20 (XI, 354).
-
11 Φίλος μεν ο Πλάτων, φιλτάτη δε η αλήθεια
• Платон мне друг, но истина дорожеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Φίλος μεν ο Πλάτων, φιλτάτη δε η αλήθεια
-
12 Πλατώνοιν
Πλάτωνbroad-shouldered: masc gen /dat dual -
13 Πλατώνων
Πλάτωνbroad-shouldered: masc gen pl -
14 Πλάτωνα
Πλάτωνbroad-shouldered: masc acc sg -
15 Πλάτωνας
Πλάτωνbroad-shouldered: masc acc pl -
16 Πλάτωνε
Πλάτωνbroad-shouldered: masc nom /voc /acc dual -
17 Πλάτωνες
Πλάτωνbroad-shouldered: masc nom /voc pl -
18 Πλάτωνι
Πλάτωνbroad-shouldered: masc dat sg -
19 Πλάτωνος
Πλάτωνbroad-shouldered: masc gen sg -
20 Πλάτωσι
Πλάτωνbroad-shouldered: masc dat pl
См. также в других словарях:
Πλάτων — broad shouldered masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλάτων' — Πλάτωνα , Πλάτων broad shouldered masc acc sg Πλάτωνι , Πλάτων broad shouldered masc dat sg Πλάτωνε , Πλάτων broad shouldered masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
πλατῶν — πλάτη flat fem gen pl πλάτης platform masc gen pl πλάτος breadth neut gen pl (attic epic doric) πλᾱτῶν , πλατός approachable fem gen pl πλᾱτῶν , πλατός approachable masc/neut gen pl πλατύς wide masc/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάτων' — πλάτωνι , πλάτωνις deer with broad antlers fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρακούλης, Πλάτων — (Ιθάκη 1858 – 1942). Κοινωνιολόγος και δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για τα κοινωνικά ζητήματα και υπήρξε από τους πρώτους Έλληνες που ασχολήθηκαν συστηματικά με αυτά τα θέματα. Από το 1884 έως το 1888… … Dictionary of Greek
Πετρίδης, Πλάτων — (1790 – 1852). Λόγιος και ευεργέτης. Καταγόταν από το Νόκοβο Λινζουρίας της Β. Ηπείρου και μικρός εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένεια του στην Κωνσταντινούπολη. Με τη βοήθεια του εκεί Άγγλου πρεσβετή Elgin σπούδασε στην Αγγλία και το 1812… … Dictionary of Greek
Πλατώνοιν — Πλάτων broad shouldered masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλατώνων — Πλάτων broad shouldered masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλάτωνα — Πλάτων broad shouldered masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)