Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Πλάτων

См. также в других словарях:

  • Πλάτων — broad shouldered masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλάτων' — Πλάτωνα , Πλάτων broad shouldered masc acc sg Πλάτωνι , Πλάτων broad shouldered masc dat sg Πλάτωνε , Πλάτων broad shouldered masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • πλατῶν — πλάτη flat fem gen pl πλάτης platform masc gen pl πλάτος breadth neut gen pl (attic epic doric) πλᾱτῶν , πλατός approachable fem gen pl πλᾱτῶν , πλατός approachable masc/neut gen pl πλατύς wide masc/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάτων' — πλάτωνι , πλάτωνις deer with broad antlers fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δρακούλης, Πλάτων — (Ιθάκη 1858 – 1942). Κοινωνιολόγος και δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για τα κοινωνικά ζητήματα και υπήρξε από τους πρώτους Έλληνες που ασχολήθηκαν συστηματικά με αυτά τα θέματα. Από το 1884 έως το 1888… …   Dictionary of Greek

  • Πετρίδης, Πλάτων — (1790 – 1852). Λόγιος και ευεργέτης. Καταγόταν από το Νόκοβο Λινζουρίας της Β. Ηπείρου και μικρός εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένεια του στην Κωνσταντινούπολη. Με τη βοήθεια του εκεί Άγγλου πρεσβετή Elgin σπούδασε στην Αγγλία και το 1812… …   Dictionary of Greek

  • Πλατώνοιν — Πλάτων broad shouldered masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλατώνων — Πλάτων broad shouldered masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλάτωνα — Πλάτων broad shouldered masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»