-
1 Πελοπίδα
Πελοπίδᾱ, Πελοπίδηςmasc nom /voc /acc dualΠελοπίδᾱ, Πελοπίδηςmasc gen sg (doric aeolic)——————Πελοπίδᾱͅ, Πελοπίδηςmasc dat sg (doric aeolic) -
2 Πελοπίδᾳ
Βλ. λ. Πελοπίδα -
3 Πελοπίδας
Πελοπίδᾱς, Πελοπίδηςmasc acc plΠελοπίδᾱς, Πελοπίδηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
4 Πελοπίδαι
Πελοπίδᾱͅ, Πελοπίδηςmasc dat sg (doric aeolic) -
5 Πελοπίδαν
Πελοπίδᾱν, Πελοπίδηςmasc acc sg (epic doric aeolic) -
6 ἐντρυφάω
A revel in, delight in, c. dat.,ἐξουσία E.Fr.362.24
;γαμηλίῳ λέχει Men.535.8
;ἡδοναῖς D.S.19.71
, cf. Luc.JTr.21; in good sense,δικαιοσύνῃ Ph.2.258
; of persons,Πελοπίδᾳ Plu.Pel.30
;ἔν τινι D.C.65.20
; in bad sense,ἐν ταῖς ἀγάπαις 2 Ep.Pet.2.13
; κόμαι ἀνέμοις ἐνετρύφων it was playing in the wind, Chaerem.1.7: abs., X.HG4.1.30, Ph.1.666.II treat haughtily or contemptuously, , Plu.Them.18, Alciphr.1.35; exult over,τινὸς συμφοραῖς Jul.
ad Ath.279c; : abs., Plu.Alc.23:—[voice] Pass., to be made a mock of, Id.Lys.6, Caes.64.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντρυφάω
См. также в других словарях:
Πελοπίδα — Πελοπίδᾱ , Πελοπίδης masc nom/voc/acc dual Πελοπίδᾱ , Πελοπίδης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοπίδᾳ — Πελοπίδᾱͅ , Πελοπίδης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοπίδας — Πελοπίδᾱς , Πελοπίδης masc acc pl Πελοπίδᾱς , Πελοπίδης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοπίδαι — Πελοπίδᾱͅ , Πελοπίδης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοπίδαν — Πελοπίδᾱν , Πελοπίδης masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
καρδαράς — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.030 μ., 47 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, 19 χλμ. Β της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεβιδίου. II Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος.… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
ολιγομάθεια — η το να έχει κανείς λίγες, ανεπαρκείς γνώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγομαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στον Π. Πελοπίδα] … Dictionary of Greek
Αμφίθεος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Θηβαίος πολιτικός, ηγέτης της δημοκρατικής μερίδας, ένας από τους πρωτεργάτες της συμμαχίας της πατρίδας του με την Αθήνα και την Κόρινθο (395 π.Χ.) η οποία κατέληξε στον Κορινθιακό πόλεμο. Σε αντίθεση με τον σύγχρονο … Dictionary of Greek