Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Πελοπίδᾳ

См. также в других словарях:

  • Πελοπίδα — Πελοπίδᾱ , Πελοπίδης masc nom/voc/acc dual Πελοπίδᾱ , Πελοπίδης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελοπίδᾳ — Πελοπίδᾱͅ , Πελοπίδης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελοπίδας — Πελοπίδᾱς , Πελοπίδης masc acc pl Πελοπίδᾱς , Πελοπίδης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελοπίδαι — Πελοπίδᾱͅ , Πελοπίδης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελοπίδαν — Πελοπίδᾱν , Πελοπίδης masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • καρδαράς — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.030 μ., 47 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, 19 χλμ. Β της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεβιδίου. II Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος.… …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • ολιγομάθεια — η το να έχει κανείς λίγες, ανεπαρκείς γνώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγομαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στον Π. Πελοπίδα] …   Dictionary of Greek

  • Αμφίθεος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Θηβαίος πολιτικός, ηγέτης της δημοκρατικής μερίδας, ένας από τους πρωτεργάτες της συμμαχίας της πατρίδας του με την Αθήνα και την Κόρινθο (395 π.Χ.) η οποία κατέληξε στον Κορινθιακό πόλεμο. Σε αντίθεση με τον σύγχρονο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»