-
1 Παρνασιας
-
2 Παρνασίας
Παρνασίᾱς, Παρνάσιοςlon: fem acc plΠαρνασίᾱς, Παρνάσιοςlon: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 Παρνασις
-
4 παιδευμα
-
5 Παρνασιάδες
Παρνᾱσιάδες, Παρνάσιοςlon: fem nom /voc plΠαρνασιάςlon: fem nom /voc pl -
6 παίδευμα
A that which is reared up or educated, i.e. nursling, scholar, pupil, E.El. 887; [ὑμεῖς] παιδεύματα θεῶν ὄντες Pl.Ti. 24d
;μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματ' E.Andr. 1100
; πόντου παιδεύματα, of fish, Id.Fr.27.5 (lyr.): in pl., of a single object, Id.Hipp. 11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παίδευμα
-
7 Παρνασός
Παρνᾱσός, [dialect] Ion. [full] Παρνησός, ὁ, Parnassus, Od.19.432, h.Ap. 269, etc.: —also [full] Παρνασσός, Th.3.95, Philod. Scarph.23 (prob.), Aristonous 1.41, Hdn. Gr.1.209: Adj. [full] Παρνάσιος [pron. full] [ᾱ], α, ον (also ος, ον E.IT 1244 (lyr.)), Parnassian, Pi.P.10.8, Limen.22, etc.: also [full] Παρνήσσιος, IG22.1258.24 (iv B. C.); fem. [full] Παρνᾱσιάς, άδος, [dialect] Ion. [full] Παρνησιάς E.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Παρνασός
См. также в других словарях:
Παρνασιάς — και ιων. τ. Παρνησιάς και Παρνασσίς και Παρνησίς, ἡ, Α αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό («μολεῑν... Παρνασίαν ὑπὲρ κλιτύν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Παρνασ(σ)ός + επίθημα ιάς (πρβλ. Κρον ιάς)] … Dictionary of Greek
Παρνασίας — Παρνασίᾱς , Παρνάσιος lon fem acc pl Παρνασίᾱς , Παρνάσιος lon fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρνασ(σ)ίς — ἡ, Α παρνασιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παρνασ(σ)ός + κατάλ. ίς (πρβλ. Παγασ ίς)] … Dictionary of Greek
Παρνασιάδες — Παρνᾱσιάδες , Παρνάσιος lon fem nom/voc pl Παρνασιάς lon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)