-
1 Παρνασιας
-
2 Παρνασός
Παρνᾱσός, [dialect] Ion. [full] Παρνησός, ὁ, Parnassus, Od.19.432, h.Ap. 269, etc.: —also [full] Παρνασσός, Th.3.95, Philod. Scarph.23 (prob.), Aristonous 1.41, Hdn. Gr.1.209: Adj. [full] Παρνάσιος [pron. full] [ᾱ], α, ον (also ος, ον E.IT 1244 (lyr.)), Parnassian, Pi.P.10.8, Limen.22, etc.: also [full] Παρνήσσιος, IG22.1258.24 (iv B. C.); fem. [full] Παρνᾱσιάς, άδος, [dialect] Ion. [full] Παρνησιάς E.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Παρνασός
-
3 Pasture
subs.P. and V. νομή, ἡ, P. βοτάνη, ἡ.Green food: P. βοτάνη, ἡ; see Fodder.Nurslings of the pastures of Parnassus: V. φυλλάδος Παρνησίας παιδεύματα (Eur., And. 1100).Pasture for horses: V. ἱπποφόρβιον, τό.——————v. trans.P. and V. νέμειν (Plat. and Eur., Cycl.). ποιμαίνειν (Plat.), P. νομεύειν (Plat.), V. προσνέμειν (Eur., Cycl.), φέρβειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pasture
См. также в других словарях:
Παρνασιάς — και ιων. τ. Παρνησιάς και Παρνασσίς και Παρνησίς, ἡ, Α αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό («μολεῑν... Παρνασίαν ὑπὲρ κλιτύν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Παρνασ(σ)ός + επίθημα ιάς (πρβλ. Κρον ιάς)] … Dictionary of Greek