-
1 Παρνασία
Παρνασίᾱ, Παρνάσιοςlon: fem nom /voc /acc dualΠαρνασίᾱ, Παρνάσιοςlon: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Παρνασίᾱͅ, Παρνάσιοςlon: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Παρνασίᾳ
Βλ. λ. Παρνασία -
3 Παρνασίας
Παρνασίᾱς, Παρνάσιοςlon: fem acc plΠαρνασίᾱς, Παρνάσιοςlon: fem gen sg (attic doric aeolic) -
4 Παρνασίαν
Παρνασίᾱν, Παρνάσιοςlon: fem acc sg (attic doric aeolic) -
5 Παρνασσίς
Παρνασσίς f. adj.,1 of Parnassos ἐστεφανωμένον υἱὸν ποίᾳ Παρνασσίδι (Boeckh: Παρνασίᾳ codd.) P. 8.20 παρ]νασσίδι (supp. Lobel: -ιδι Π̆{pc}: -ιοι Π̆{ac}) fr. 215b. 10. -
6 φυλλάς
II usu. as Subst., heap, bed, or litter of leaves,φυλλάδα ἐπιβαλών Hdt.8.24
;φ. στιπτή S.Ph.33
, cf. Bion 1.69, A.R.1.1183, etc.2 foliage,ῥίζης γὰρ οὔσης φ. ἵκετ' A.Ag. 966
; φ. μυριόκαρπος, of a thick grove, S.OC 676 (lyr.);τεμενία φ. Id.Tr. 754
;φ. Παρνασία E.Andr. 1100
: metaph.,φυλλάδος ἤδη κατακαρφομένης A.Ag.79
(anap.); also, leafy branch, E.Supp.32, Ar.V. 398 (anap.);κλισίαι ἐκ φυλλάδος D.S.19.22
, cf. Str.16.4.13, etc.: pl., Gp.3.10.6, etc.3 salad, Mnesim.4.31 (anap.), Diphil. 18.4, cf. Poll.6.71.
См. также в других словарях:
Παρνασία — Παρνασίᾱ , Παρνάσιος lon fem nom/voc/acc dual Παρνασίᾱ , Παρνάσιος lon fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρνασίᾳ — Παρνασίᾱͅ , Παρνάσιος lon fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρνασίας — Παρνασίᾱς , Παρνάσιος lon fem acc pl Παρνασίᾱς , Παρνάσιος lon fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρνασίαν — Παρνασίᾱν , Παρνάσιος lon fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σμιλόφσκι, Αλόις Βοιτέκ — (Smilovsky). Ψευδώνυμο του Τσέχου διηγηματογράφου Α. Σμιλάουερ (Μλαντά Μπολεσλάβ, Βοημία 1837 Λιτομίσλ, Βοημία 1883). Υπήρξε συγγραφέας ρεαλιστικών διηγημάτων και μυθιστορημάτων, που αναφέρονται στην επαρχιακή ζωή, υπογραμμίζοντας το παρελθόν και … Dictionary of Greek