-
1 πανημερος
дор. πᾰνάμερος 21) ежедневный, появляющийся изо дня в день(δαιταλεύς Aesch.)
2) появляющийся еще в течение текущего дня -
2 πανήμερος
πανήμεροςmasc /fem nom sg -
3 πανήμερος
πᾰν-ήμερος, ον, = foreg., ἄκλητος ἕρπων δαιταλεὺς π., of Prometheus' eagle, A.Pr. 1024: neut. πανημερόν (oxyt.) as Adv., Hdt.7.183, Max.107.2 Ζεὺς π., v. Πανάμαρος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανήμερος
-
4 πανήμερος
παν-ήμερος, (1) den ganzen Tag hindurch; (2) täglich, Tag für Tag; πανάμερος μόλοι, an diesem Tage noch-------------------------------- -
5 πανήμερον
πανήμεροςmasc /fem acc sgπανήμεροςneut nom /voc /acc sg -
6 πανημερόν
πανήμεροςionic (indeclform adverb) -
7 πανημέροις
πανήμεροςmasc /fem /neut dat pl -
8 πανημέρου
πανήμεροςmasc /fem /neut gen sg -
9 πανήμεροι
πανήμεροςmasc /fem nom /voc pl -
10 πανάμερον
πανά̱μερον, πανήμεροςmasc /fem acc sg (doric)πανά̱μερον, πανήμεροςneut nom /voc /acc sg (doric) -
11 παν-άμερος
παν-άμερος, dor. = πανήμερος.
-
12 πανημέρω
-
13 πανημέρῳ
-
14 πανάμερος
πανά̱μερος, πανήμεροςmasc /fem nom sg (doric) -
15 Πανάμαρος
Πᾰνάμᾰρος [pron. full] [νᾱ], title of Zeus in Caria, BCH12.254, al., Supp.Epigr.4.263.3, al. ([place name] Panamara):—also [full] Πανήμερος, ib.288, al.; [full] Πανημέριος, ib.304,al. (ibid.): hence [full] Παναμάρεια, τά, his festival, BCH 11.376. Supp.Epigr.4.301.12 (ibid.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πανάμαρος
-
16 πανάμερος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάμερος
-
17 Daily
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Daily
-
18 Day
subs.All day: use adj., Ar. and V. πανήμερος.By day: P. and V. μεθʼ ἡμέραν, or use adj., P. μεθημερινός.By day or by night: V. νύχιος ἡ καθʼ ἡμέραν (Eur., El. 603).Every day: P. καθʼ ἑκάστην τὴν ἡμέραν.A day's journey: P. ἡμερησία ὁδός (Plat.).Some day: P. and V. ποτέ.Spend the day, v.: P. and V. ἡμερεύειν, P. διημερεύειν.The self-same day: P. and V. αὐθήμερον.On the day beforc: P. τῇ προτεραίᾳ. (gen.).The day before yesterday: Ar. and P. πρώην.In voting: also V. πληθύνεσθαι.Be the order of the day: P. and V. κρατεῖν.Living but a day, adj.: P. and V. ἐφήμερος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Day
См. также в других словарях:
πανήμερος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανήμερος — (I) και δωρ. τ. πανάμερος, ον, ουδ. και όν, Α 1. (για τον γύπα τού Προμηθέως) αυτός που κάνει κάτι κατά τη διάρκεια ολόκληρης τής ημέρας («ἄκλητος ἕρπων δαιταλεὺς πανήμερος», Αισχύλ.) 2. (ιδίως το αρσ. στον δωρ. τ.) πανάμερος επίθετο τού Διός 3.… … Dictionary of Greek
πανήμερον — πανήμερος masc/fem acc sg πανήμερος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανημερόν — πανήμερος ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανημέροις — πανήμερος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανημέρου — πανήμερος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανημέρῳ — πανήμερος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανήμεροι — πανήμερος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάμερον — πανά̱μερον , πανήμερος masc/fem acc sg (doric) πανά̱μερον , πανήμερος neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πανάμαρος — και Πανήμερος και Πανημέριος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός στην Καρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἡμέρα / ἀμάρα] … Dictionary of Greek
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek