Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Πανήμερος

См. также в других словарях:

  • πανήμερος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανήμερος — (I) και δωρ. τ. πανάμερος, ον, ουδ. και όν, Α 1. (για τον γύπα τού Προμηθέως) αυτός που κάνει κάτι κατά τη διάρκεια ολόκληρης τής ημέρας («ἄκλητος ἕρπων δαιταλεὺς πανήμερος», Αισχύλ.) 2. (ιδίως το αρσ. στον δωρ. τ.) πανάμερος επίθετο τού Διός 3.… …   Dictionary of Greek

  • πανήμερον — πανήμερος masc/fem acc sg πανήμερος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανημερόν — πανήμερος ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανημέροις — πανήμερος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανημέρου — πανήμερος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανημέρῳ — πανήμερος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανήμεροι — πανήμερος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάμερον — πανά̱μερον , πανήμερος masc/fem acc sg (doric) πανά̱μερον , πανήμερος neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πανάμαρος — και Πανήμερος και Πανημέριος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός στην Καρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἡμέρα / ἀμάρα] …   Dictionary of Greek

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»