-
1 πανημεριος
31) продолжающийся или действующий в течение целого дняπανημέριοι μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο Hom. — (ахейцы) весь день умилостивляли бога песнопением;
ὅσσον πανημερίη νηῦς ἤνυσεν Hom. — (расстояние), которое корабль пройдет за целый день2) предстоящий в оставшуюся часть дняτίς σε π. ὅδε χρόνος μένει ; Eur. — что сулит тебе оставшийся день?
3) ежедневныйσαίρω δάπεδον π. Eur. — я ежедневно подметаю пол
-
2 πανημέριος
πανημέριοςmasc nom sg -
3 πανημέριος
A all day long, agreeing with the subjects of Verbs,οἱ δὲ π. μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο Il.1.472
, cf. 2.385, Od.12.24, Hes.Sc. 396, Thgn.1336, Cratin.142; ὅσσον τε πανημερίη.. νηῦς ἤνυσεν in a whole day's sail, Od.4.356, cf. 11.11; so (lyr.): neut. πανημέριον as Adv., = πανῆμαρ, Il.11.279.II Ζεὺς π., v. Πανάμαρος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανημέριος
-
4 πανημέριος
παν - ημέριος: all day long, from morn till eve.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πανημέριος
-
5 πανημέριος
παν-ημέριος, den ganzen Tag hindurch; πανημερίη ναῦς, welches den ganzen Tag hindurch läuft; πανημέριον, adverbial, den ganzen Tag über, ununterbrochen -
6 πανημερίων
πανημέριοςfem gen plπανημέριοςmasc /neut gen pl -
7 πανημερίως
πανημέριοςadverbialπανημέριοςmasc acc pl (doric) -
8 πανημέριον
πανημέριοςmasc acc sgπανημέριοςneut nom /voc /acc sg -
9 πανημερίη
πανημέριοςfem nom /voc sg (epic ionic) -
10 πανημερίην
πανημέριοςfem acc sg (epic ionic) -
11 πανημερίης
πανημέριοςfem gen sg (epic ionic) -
12 πανημερίοις
πανημέριοςmasc /neut dat pl -
13 πανημερίοισιν
πανημέριοςmasc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
14 πανημερίου
πανημέριοςmasc /neut gen sg -
15 πανημερίους
πανημέριοςmasc acc pl -
16 πανημέρια
πανημέριοςneut nom /voc /acc pl -
17 πανημέριαι
πανημέριοςfem nom /voc pl -
18 πανημέριοι
πανημέριοςmasc nom /voc pl -
19 πανημερία
πανημερίᾱ, πανημέριοςfem nom /voc /acc dualπανημερίᾱ, πανημέριοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————πανημερίᾱͅ, πανημέριοςfem dat sg (attic doric aeolic) -
20 παν-ημάτιος
παν-ημάτιος, den ganzen Tag lang, Opp. Hal. 1, 696. S. πανημέριος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πανημέριος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανημέριος — και δωρ. τ. παναμέριος, ία ον, Α 1. αυτός που διαρκεί ολόκληρη την ημέρα 2. αυτός που περνά όλη την ημέρα κάνοντας κάτι 3. αυτός που αποτελείται από ολόκληρη την ημέρα («τίς σε παναμέριος ὅδε χρόνος μένει», Ευρ.) 4. προσωνυμία τού Διός 5. (το ουδ … Dictionary of Greek
πανημερίων — πανημέριος fem gen pl πανημέριος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανημερίως — πανημέριος adverbial πανημέριος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανημέριον — πανημέριος masc acc sg πανημέριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανημερίη — πανημέριος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανημερίην — πανημέριος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανημερίης — πανημέριος fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανημερίοις — πανημέριος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανημερίοισιν — πανημέριος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανημερίου — πανημέριος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)