Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Παλαμήδη

См. также в других словарях:

  • Παλαμήδη — Παλαμήδης the Inventor masc acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίαξ — Αδελφός του Παλαμήδη και της Κλυμένης. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο και όταν οι Αχαιοί σκότωσαν τον αδελφό του, τον Παλαμήδη, θέλησε να ειδοποιήσει τον πατέρα του. Έγραψε το γεγονός αυτό πάνω σε ξύλινα κουπιά και τα έριξε στη θάλασσα. Όταν …   Dictionary of Greek

  • παλαμήδειος — παλαμήδειος, εία, ον (ΑΜ) [Παλαμήδης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Παλαμήδη ή αυτός που είναι χαρακτηριστικός τού Παλαμήδη, ευφυής …   Dictionary of Greek

  • Οδυσσέας — Περίφημος ήρωας του ομηρικού έπους, γιος του βασιλιά της Ιθάκης, Λαέρτη και της Αντίκλειας. Στην Ιλιάδα είναι ο πιστός συνεργάτης του Αγαμέμνονα και των άλλων ηρώων, πολεμιστής γενναίος, συνετός και πανούργος. Στην Οδύσσεια, της οποίας είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • εντυγχάνω — ἐντυγχάνω (AM) 1. (με δοτ. προσ.) κατά τύχη συναντώ, απαντώ, βρίσκω κάποιον («ἐντυγχάνοντες ἀλλήλοισι» συναντώντας ο ένας τον άλλο, Ηρόδ.) 2. (για κείμενα, βιβλία, επιστολές κ.λπ.) παίρνω κατά τύχη στα χέρια μου, (και επομένως) διαβάζω, μελετώ 3 …   Dictionary of Greek

  • πεσσεία — Αρχαίο ελληνικό παιγνίδι που παιζόταν από δύο αντιπάλους πάνω σ’ ένα τετράγωνο πίνακα (άβακα) χωρισμένο σε μικρά τετράγωνα (όπως η σημερινή σκακιέρα) με τους πεσσούς. Η πατρότητα του παιγνιδιού αυτού αποδίδεται στον Παλαμήδη, την εποχή που… …   Dictionary of Greek

  • φιλύρα — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.) του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (10 τ. χλμ.). II Όνομα μυθολογικού προσώπου, κόρη του Ωκεανού. Από τον Κρόνο, που της παρουσιάστηκε με μορφή ίππου, γέννησε τον Κένταυρο Χείρωνα, που ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Βλαχοκερασιώτης, Μιχάλης — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Βλαχοκερασιά της Μαντινείας. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες ως καπετάνιος, καθώς και στην πολιορκία της Τρίπολης. Το 1822 βρισκόταν στα Δερβένια του Ισθμού μαζί με τους Γ. Σέκερη και Ρήγα Παλαμήδη. Σκοτώθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • Ησιόνη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος, σύζυγος του Προμηθέα και μητέρα του Δευκαλίωνα,ήρωα των Λοκρών. 2. Μία από τις Δαναΐδες. Από τον Δία γέννησε τον Ορχομενό,γενάρχη των Μινύων. 3. Σύζυγος του Άτλαντα και μητέρα της… …   Dictionary of Greek

  • Ιδομενέας — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς της Κρήτης και γιος του Δευκαλίωνα, γιου του Μίνωα. Σύμφωνα με τον Όμηρο, οδήγησε μαζί με τον Μηριόνη (γιο του ετεροθαλή αδελφού του, Μώλου) με στόλο 80 πλοίων τους Κρήτες εναντίον της Τροίας. Μετά τη λήξη του… …   Dictionary of Greek

  • Κριτόβουλος, Μιχαήλ — (15ος αι.). Βυζαντινός ιστορικός της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης. Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για τη ζωή του, ενώ είναι γνωστό ότι καταγόταν από την Ίμβρο, όπου κατείχε κάποιο πολιτικό αξίωμα και σημαντική περιουσία. Ο ρόλος του κατά τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»