-
1 Πινδαρος
ὅ Пиндар (уроженец Фив, крупнейший представитель греч. лирической поэзии, автор дошедших до нас 45 эпиникиев, т.е. победных песен; годы жизни, приблиз. 522-442 до н.э.) -
2 Πίνδαρος
Πίνδαροςmasc nom sg -
3 Πινδάρω
Πίνδαροςmasc nom /voc /acc dualΠίνδαροςmasc gen sg (doric aeolic)——————Πίνδαροςmasc dat sg -
4 Πινδάροιο
Πίνδαροςmasc gen sg (epic) -
5 Πινδάρου
Πίνδαροςmasc gen sg -
6 Πίνδαρε
Πίνδαροςmasc voc sg -
7 Πίνδαρον
Πίνδαροςmasc acc sg -
8 Ἀντιόπα
Ἀντιόπα an Amazon. test., Paus. 1. 2. 1, ταύταν τὴν Ἀντιόπην Πίνδαρος μέν φησιν ὑπὸ Πειρίθου καὶ Θησέως ἁρπασθῆναι fr. 175. Plut., Vit. Thesei, 28. 2, Θησεὺς ἔχων υἱὸν Ἱππόλυτον ἐξ Ἀντιόπης, ὡς δὲ Πίνδαρός φησι, Δημοφῶντα fr. 176. -
9 Διώνυσος
Δῐώνῡσος, Διόνῡσος (Διώνυσος, -ου, -οιο; Διονύσου, -ον.) son of Zeus and Semele, god of wine, in whose honour the dithyramb was sung (O. 13.18, fr. 75. 9—12.) companion of Demeter (I. 7.5), called also Bromios, Eriboas, and ?Lyaios. The story of his capture by pirates whom he turned into dolphins (Hom. Hymn. 7), appears to have been treated in fragg. 236, 267. ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; (Mosc.: Διον- codd.) O. 13.18 ἦρα χαλκοκρότου πάρεδρον Δαμάτερος ἁνίκ' εὐρυχαίταν ἄντειλας Διόνυσον; (sc. Θήβα) I. 7.5 τὰν Διωνύσου πολυγαθέα τιμὰν (Boeckh: Διον- codd. Luciani) fr. 29. 5. εἰ καί τι Διω[νύς]ου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος (supp. Nairn: a ref. to the wine of Keos) Pae. 4.25 Διωνύσοιο καρπῷ (i. e. wine: Διον- codd. Athenaei: corr. Boeckh) fr. 124. 3. δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι (Wil.: Διον- codd. Plutarchi) fr. 153. ]Διόνυς[ Δ. 2. 31. ἔντι [δὲ καὶ] θάλλοντος ἐκ κισσοῦ στεφάνων Διο[νύσου μ]αιόμεναι (supp. Hermann, Wil.) Θρ. 3. 3. test., Herodian. 2. 492. 28L. οἱ δ (sc. Διόνυσον λέγουσιν) ἀπὸ τοῦ Διὸς καὶ τῆς Νύσης τοῦ ὄρους ὠνομάσθαι· ἐπεὶ ἐν τούτῳ ἐγεννήθη, ὡς Πίνδαρος, καὶ ἀνετράφη fr. 85a, = 247 Schr. Herodian 2. 375. 12L. Πίνδαρος δέ φησι λυθίραμμον. καὶ γὰρ Ζεὺς τικτομένου (sc. Διονύσου) ἐπεβόα· λῦθι ῥάμμα fr. 85. -
10 Ἐλλοί
Ἐλλοί priests of Zeus at Dodona. (v. Leumann, Hom. Wörter, 40.) ]π' Ἐλλῶν. χρο[ fr. 59. 3 cf. Strabo, 7. 7. 11. πότερον δὲ χρὴ λέγειν Ἑλλούς, ὡς Πίνδαρος, ἢ Σελλούς, ὠς ὑπονοοῦσι παρ' Ὁμήρῳ κεῖσθαι. Σ A Hom. Π. 23, Πίνδαρος χωρὶς του ς ἀπὸ Ἑλλοῦ τοῦ δρυτόμου, ᾧ φασὶ τὴν περιστερὰν πρώτην καταδεῖξαι τὸ μαντεῖον. -
11 Ἡρακλέης
Ἡρακλέης (-έης, -έος, -έος, -εῖ, -ῆι, -έα, -εες.)a personalia. son of Zeus, τῷ ( Ἀμφιτρύωνι)ὄψιν ἐειδόμενος ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος N. 10.17
, cf. O. 10.44, P. 9.84, I. 7.7ἥρως θεός N. 3.22
ἀνήρ I. 4.53
son of Alkmena,σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ P. 11.3
descendant of Alkaios,Ἡρακλέης, σεμνὸν θάλος Ἀλκαιδᾶν O. 6.68
, cf. Probus ad Virg., Ecl. 7. 61, initio Alcidem nominatum post Herculem — ab Hera —, quod eius imperiis opinionem famamque virtutis sit consecutus fr. 291. married to Hebe in Olympos N. 10.18 v. also Ἀλκμήνα, Ἀμφιτρυωνιάδας, Ἥβα.b as family hero. progenitor of the Eratidai through his son Tlepolemos,Ἡρακλέος εὐρυσθενεῖ γέννᾳ O. 7.22
progenitor of the Herakleidai,ὀλβία Λακεδαίμων, μάκαιρα Θεσσαλία. πατρὸς δ ἀμφοτέραις ἐξ ἑνὸς ἀριστομάχου γένος Ἡρακλέος βασιλεύει P. 10.3
Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν (sc. Ἀπόλλων)ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἑκγόνους Αἰγιμιοῦ τε P. 5.71
c patron and founder. founder of the OlympiadὈλυμπιάδα δ' ἔστασεν Ἡρακλέης ἀκρόθινα πολέμου O. 2.3
κραίνων ἐφετμὰς Ἡρακλέος προτέρας ἀτρεκὴς Ἑλλανοδίκας Αἰτωλὸς ἀνήρ O. 3.11
θρασυμάχανος Ἡρακλέης πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων O. 6.68
ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν N. 10.33
πενταετηρίδ' ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον κωμάσαις N. 11.27
cf. O. 10.22ff. patron of Thebes,Ἡρακλέος ὀλβίαν πρὸς αὐλάν N. 4.24
, cf. fr. 29. 4. patron of games, ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν (sc. Διόσκουροι) N. 10.53 connected with Tiryns O. 10.31, I. 6.28d his adventures and fame. fights Poseidon, Apollo, Hades,Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν O. 9.30
kills Kteatos and Eurytos O. 10.27ff. kills Moliones and destroys the city of Augeas,δάμασε καὶ κείνους Ἡρακλέης O. 10.30
is defeated by Kyknos, τράπεδὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ἡρακλέα O. 10.16
Hera attempts to kill him,ἐγὼ δ' Ἡρακλέος ἀντέχομαι προφρόνως N. 1.33
ff., cf. Πα. 20. friend and companion of the Aiakidai, τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον, ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον, καὶ σὺν Ἀτρείδαις (Tricl.: Ἡρακλεῖ codd.) I. 5.37, cf. I. 6.27—31, fr. 172, N. 4.25ff. Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ (sc. Αἰακόν) N. 7.86 πέφνεν δὲ σὺν κείνῳ (= Τελαμῶνι)Μερόπων ἔθνεα καὶ τὸν βουβόταν Ἀλκυονῆ, σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης I. 6.35
cf. N. 4.26—7, test. fr. 33a. fights Geryon and Diomedes at behest of Eurystheus O. 3.28, fr. 81. τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος fr. 169. 5. his journey to the west,κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτάς N. 3.21
Ἡρακλέος σταλᾶν O. 3.44
v. test. fr. 256, I. 4.12 his general fame,κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει P. 9.87
τὸ πάντολμον σθένος Ἡρακλέος ὑμνήσομεν fr. 29. 4. for accounts of his exploits v. O. 10.24ff., N. 1.61ff., N. 3.22ff., I. 6.27ff.e test. Quint., Inst., 8. 6. 71, Hercules impetum adversus Meropas qui in insula Coo dicuntur habitasse non igni nec ventis nec mari sed fulmini similem fuisse fr. 33a Snell, = fr. 50 Schr. Strabo, 2. 91. 7, ὥς φησιν ἐν τοῖς ὕμνοις Πίνδαρος οἱ μεθ' Ἡρακλέους ἐκ Τροίας πλέοντες διὰ παρθένιον Ἕλλας πορθμόν, ἐπεὶ τῷ Μυρτῴῳ συνῆψαν, ἐς Κῶν ἐπαλινδρόμησαν Ζεφύρου ἀντιπνεύσαντος fr. 33a Snell, = fr. 51 Schr. Corp. Paroem. Gr., Supp. 1, p. 61 Ἡράκλειος ψώρα· ἐπὶ τῶν Ἡρακλείων λουτρῶν δεομένων καὶ θεραπείας. Ἀθηνᾶ γὰρ τῷ Ἡρακλεῖ πολλαχοῦ ἀνῆκε θερμὰ λουτάρια καὶ ἀνάπαυλαν τῶν πόνων ὡς μαρτυρεῖ καὶ Πίνδαρος ἐν Ὕμνοις fr. 51e. Σ Hom. Φ 1, Ἡρακλῆς εἰς Ἅιδου κατελθὼν ἐπὶ τὸν Κέρβερον κ. τ. ἑ. fr. 294a, cf. titulum Δ. 2. Philostr., Imag. 2. 24, Ἡρακλῆς εἰς τὴν τοῦ Κορωνοῦ στέγην ἀφικόμενος σιτεῖται βοῦν ὅλον fr. 168a. Strabo, 3. 5. 5, εἰς πύλας Γαδειρίδας ὑστάτας ἀφῖχθαι τὸν Ἡρακλέα (verba εἰς πύλας Γαδειρίδας Pindaro tribuuntur) fr. 256.f frag. ] Ἡρακλέης fr. 140a. 51 (26). ] Ἡρακλέος εξα[ fr. 169. 42. -
12 Νιόβα
Νιόβα (?) test., [Plut.], περὶ μουσικῆς § 15, 1136C: Πίνδαρος ἐν παιᾶσιν ἐπὶ τοῖς Νιόβης γάμοις φησὶ Λύδιον ἁρμονίαν πρῶτον διδαχθῆναι Schr. fr. 64, quod ad Πα. 13 pertinere censuit Snell. Aelian., V. H. 12. 36, εἴκοσι (sc. Νιόβης παῖδάς φησι) Πίνδαρος Schr. fr. 64, quod ad Πα. 13 revocavit Snell. -
13 Ὅμηρος
Ὅμηρος (-ος, -ου, -ον.) the poet.1τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε συνθέμενος ῥῆμα P. 4.277
ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.21
ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων (sc. Αἴαντα) I. 4.37 Ὁμήρου [ τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες (supp. Lobel) Πα. 7B. 11. test., [Plut.], vit. Hom., p. 25. 4 Wil., Ὅμηρον τοίνυν Πίνδαρος μὲν ἔφη Χῖον τε καὶ Σμυρναῖον γενέσθαι fr. 264. Aelian., V. H., 9. 15, λέγεται δὲ (sc. ὑπὸ τῶν Ἀργείων) ὅτι ἄρα ἀπορῶν (sc. ὁ Ὅμηρος) ἐκδοῦναι τὴν θυγατέρα, ἔδωκεν αὐτῇ προῖκα ἔχειν τὰ ἔπη τὰ Κύπρια. καὶ ὁμολογεῖ τοῦτο ὁ Πίνδαρος fr. 265. v. fr. 347. -
14 Πάν
Πᾱν the god Pan.1Ματρί, τὰν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται θαμὰ σεμνὰν θεὸν ἐννύχιαι P. 3.78
ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων καὶ σεμνῶν ἀδύτων φύλαξ, Ματρὸς μεγάλας ὀπαδε, σεμνᾶν Χαρίτων μέλημα τερπνόν fr. 95. ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι (sc. Πάν: v. Comment. Stephani in Aristot., Rhet. 1401̆{a} 31, p. 304, 3 Rabe, cf. Comment. Anonymi, p. 148, 30 Rabe) fr. 96. test., Σ Theocrit., 5. 14b: φησὶ δὲ καὶ Πίνδαρος τῶν ἁλιέων αὐτὸν (= Πᾶνα) φροντίζειν i. e. under his cult title Πὰν ἄκτιος fr. 98. Ael. Aristid., 2. 331 Keil: τὸν Πᾶνα, χορευτὴν τελεώτατον θεῶν ὄντα, ὡς Πίνδαρος τε ὑμνεῖ (verba χορευτὰν θεῶν Pindaro tribuit Schr.) fr. 99. Σ Bern. Verg. Georg., 1. 17: Pana Pindarus e Mercurio et Penelopa in Lycaeo monte editum scribit (timpanaro, Stud. Urbin. (1957), pp. 184sqq.: ex Apolline et Penelopa, codd.) fr. 100. -
15 δελφίς
δελφίς, ῖνος, ὁ, Sp., wie Mosch. 3, 37 u. Plut. auch δελφίν, der Delphin, Tummler; verwandt δέλφαξ, δελφύς, Δελφοί, s. Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 2 p. 65. Den Formen δελφίς und δελφίν liegt ein gemeinsames altes ΔΕΔΦΊΝΣ zu Grunde. Das Wort findet sich von Homer an überall; bei Homer selbst nur zweimal: Odyss. 12, 96 αὐτοῦ δ' ἰχϑυάᾳ, σκόπελον περιμαιμώωσα, δελφῖνάς τε κύνας τε, καὶ εἴ ποϑι μεῖζον ἕλῃσιν κῆτος, ἃ μυρία βόσκει ἀγάστονος Ἀμφιτρίτη; Iliad. 21, 22 ὡς δ' ὑπὸ δελφῖνος μεγακήτεος ἰχϑύες ἄλλοι φεύγοντες πιμπλᾶσι μυχοὺς λιμένος εὐόρμου, δειδιότες· μάλα γάρ τε κατεσϑίει ὅν κε λάβῃσιν. Scholl. V. schließt aus dieser Stelle, daß Homer die Delphine zu den Fischen rechne: ὡς ἰχϑύος τε ὄντος τοῦ δελφῖνος τὸ ἄλλο εἶπε. καὶ Πίνδαρος (Bergk P. L. G. ed. 2 p. 306 fragm. 296) »ἰχϑὺν παιδοφάγον« ἐπὶ τοῦ κήτους. Der Schluß ist nicht sicher; denn das ἰχϑύες ἄλλοι kann Homerische Figur sein, bekannter Gräcismus, vgl. Odyss. 2, 412 μήτηρ οὔ τι πέπυσται, οὐδ' ἄλλαι δμωαί, s. s. v. ἄλλος. So kann auch Odyss. 12, 96 das ἰχϑυάᾳ Homerische Figur sein, Katachrese. Zu beachten ist namentlich, daß nach Aristarch Homer die Aale nicht zu den Fischen rechnet; man sehe dasselbe 21. Buch der Ilias vs. 203. 353 und Scholl. Aristonic. Vgl. noch Eustath. Iliad. 21, 22 p. 1221, 33. – Bei Attikern ist δελφίς auch eine Kriegsmaschine auf den Schiffen, welche von Blei od. Eisen war u. auf das feindliche Schiff herabgeworfen wurde, dies zu versenken, von der Gestalt so genannt, Ar. Equ. 759, wo der Schol. zu vgl., wie Schol. Thuc. 7, 41. – Uebh. = Gewicht von Blei, Opp. H. 3, 290. 4, 80. – Ein Gestirn, Arat.
-
16 ηδυλυρης
-
17 μελοποιος
-
18 προπολος
ὅ и ἥ1) слуга, служитель(τῶν χθονίων τυράννων Aesch.; θεοῦ Arph.; Πίνδαρος Πιεριδῶν π. Anth.)
2) гребец Pind. -
19 σαλπιγξ
- ιγγος ἥ1) труба, рожок Hom., Aesch.ὑπὸ (τῆς) σάλπιγγος Arph., Soph., ἀπὸ σάλπιγγος и παρὰ σάλπιγγα Xen. — по звуку трубы;
Πιερικὰ σ. Anth. = Πίνδαρος2) трубный звук Arst.3) Arst. = σάλπη См. σαλπη -
20 χαλκευτης
См. также в других словарях:
Πίνδαρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… … Dictionary of Greek
Πινδάρω — Πίνδαρος masc nom/voc/acc dual Πίνδαρος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Пиндар поэт — (Πίνδαρος) лирический поэт (522 448 до Р. Хр.), уроженец Киноскефал, предместья Фив в Беотии, почему поэт называет себя фивянином, а Фивы своей родиной, матерью. Киноскефалы лежали у священной горы Геликона, близ источника Дирки; гора почиталась… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Пиндар, поэт — (Πίνδαρος) лирический поэт (522 448 до Р. Хр.), уроженец Киноскефал, предместья Фив в Беотии, почему поэт называет себя фивянином, а Фивы своей родиной, матерью. Киноскефалы лежали у священной горы Геликона, близ источника Дирки; гора почиталась… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Πινδάροιο — Πίνδαρος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πινδάρου — Πίνδαρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πινδάρῳ — Πίνδαρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πίνδαρε — Πίνδαρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πίνδαρον — Πίνδαρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek