Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Νίκανδρος

См. также в других словарях:

  • Νίκανδρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νίκανδρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με μαχαίρι. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Νοεμβρίου. 2. Ν. και Μαρκιανός. Στρατιώτες οι οποίοι μαρτύρησαν επί Μαξιμιανού, με αποκεφαλισμό. Η μνήμη τους τιμάται στις 8 Ιουνίου. 3. Καταγόταν… …   Dictionary of Greek

  • Νούκιος, Νίκανδρος — (16ος αι.). Ψευδώνυμο του κωδικογράφου, εκδότη και συγγραφέα Ανδρόνικου Νούντζιου. Ήταν ο συγγραφέας του πρώτου νεοελληνικού ταξιδιωτικού βιβλίου. Καταγόταν από την Κέρκυρα, την οποία εγκατέλειψε μετά τη δίμηνη τουρκική πολιορκία του 1537 κι… …   Dictionary of Greek

  • Никандр Колофонский — (Νίκανδρος, род. около 202 г. до Р. Хр.) греческий писатель александрийской эпохи. Из 17 его прозаических и поэтических сочинений, известных по заглавиям, до нас дошли только 2: θηριακά (958 гекз. о средствах против укушения ядовитых животных и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Νικάνδροιο — Νίκανδρος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νικάνδρου — Νίκανδρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νικάνδρῳ — Νίκανδρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νίκανδρε — Νίκανδρος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νίκανδροι — Νίκανδρος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νίκανδρον — Νίκανδρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Никандр (Паливос) — Епископ Серафим Επίσκοπος Νίκανδρος Епископ Дорилейский, викарий Австралийской архиепископии c 2001 Церковь …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»