-
1 Νηλεύς
См. также в других словарях:
νηλήιος — νηλήϊος, ΐα, ον θηλ. και νηληΐς (Α) αυτός που ανήκει στον Νηλέα, τον πατέρα τού Νέστορος («Νηλήϊος υἱός», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Νηλεύς + κατάλ. ήϊος (πρβλ. ανθρωπ ήιος, ποταμ ήιος)] … Dictionary of Greek