-
1 Μεσσήνην
Μεσσήνηfem acc sg (attic epic ionic) -
2 Πύλος
Πῠλος city of Messenia (P. 6.35) founded by Neleus. ἐπεὶ ἀντίον τῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν, ἁνίκ' ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν; O. 9.31 δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες, Ἐννοσίδα γένος, αἰδεσθέντες ἀλκάν, ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ ἄκρας Ταινάρου (sc. ἦλθον: i. e. Periklymenos and Euphamos: Νηλέως γὰρ ὁ Περικλύμενος, ὁ δὲ Νηλεὺς Ποσειδῶνος υἱός Σ.) P. 4.174 μαντήιον· τῷ Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε (sc. Ἀπόλλων: ἀπὸ τῆς Πύλου τὴν Μεσσήνην σημαίνει. τριμερὴς δὲ ἡ τῶν Ἡρακλειδῶν διαίρεσις· οἱ μὲν γὰρ Ἀριστοδήμου παῖδες ἔσχον τὴν Λακωνικήν, ὁ δὲ Τήμενος τὸ Ἄργος, ὁ δὲ Κρεσφόντης τὴν Μεσσήνην Σ.) P. 5.70 -
3 τυραννεύω
τῠρανν-εύω and [suff] τῠρανν-έω, the former always in Hdt. (v. infr.) and found in Alc.Supp.28.12 (prob.); both in Trag. and Com., as the metre required, cf. S.OT 408 with OC 449; E.Med. 967, Ph. 560 with Hel. 786; Ar.Av. 483 (anap.) with Lys. 631 (troch.), Fr. 357; and X. used both, cf. Cyr.1.1.1 with HG 4.4.6; Pl. has - έω in Lg. 693a, R. 580c, al., - εύω in Men. 76b, more freq. in [tense] aor.: [tense] fut.A (lyr.), Ar.Lys. l.c., - ήσω first in Plu.2.403c, App.BC2.139: [tense] aor.ἐτυράννευσα Sol.33.6
, Hdt. 1.14, Th.6.55,59, Pl.R. 576c, Grg. 473d, Phdr. 238b, etc.,- ησα E.HF29
, X.HG2.2.24: [tense] pf.τετυράννευκα Isoc.8.113
, - ηκα first in Plb.2.59.1:—[voice] Pass., [tense] fut.- ηθήσομαι Sopat.
in Rh.8.335 W.; but [voice] Med. τυραννήσομαι in pass. sense, D.20.161: [tense] aor.ἐτυραννεύθην Th.1.18
, Pl. (v. infr.),- ήθην D.H.4.82
, Str.8.6.25:—to be a monarch, absolute ruler, and in [tense] aor. to become such, Hdt.1.14, 5.92. έ, Th.6.55, etc.;ὡς χρὴ τυραννεῖν, Ἰσοκράτους ἠκούσατε Isoc.3.11
;τυραννεύσασα ἡ ἐπιθυμία Pl.Phdr. 238b
: in Poets, to be a prince or princess, E.Med. 967.2 c. gen., to be ruler of a people or place,τ. Ἀθηνῶν Sol.33.6
; Σαρδίων, Μιλήτου, Ἀθηναίων, Μήδων, Hdt.1.15, 20, 59, 73; χθονός, γαίας, S.OC 449, E.El. 877 (lyr.), etc.;τῶν κακιόνων Id.Fr.1048.6
;Σάμου Th.1.13
; τᾶς πόλιος (sc. Eresus) IG12(2).526d20 (iv B. C.): metaph., [Κύπρις] Διὸς τυραννεῖ πλευμόνων S.Fr.941.15
.3 c. acc.,τὸ συμπόσιον Luc.DMeretr. 3.2
codd.; Μεσσήνην f.l. (cod. S) in D.17.7:— [voice] Pass., to be under the sway of τύραννοι, Hdt.5.55, 78, Th.1.18, etc.;τυραννουμένη πόλις Pl.R. 545c
, cf. Hdt.4.137, 5.92.ά, X.HG2.3.48;ὑπό τινος τυραννήσεσθαι D.20.161
;τυραννευθεὶς ὑπὸ Ἔρωτος Pl.R. 574e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυραννεύω
См. также в других словарях:
Μεσσήνην — Μεσσήνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταπλέω — Α καταπλέω σε λιμάνι εκ τών προτέρων («μετὰ νεῶν ἐπτακαίδεκα προκατέπλευσεν εἰς τὴν Μεσσήνην», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταπλέω «ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι»] … Dictionary of Greek