-
1 νυκτιμέδουσα
νυκτῐ-μέδουσα, ἡ,A ruling by night, of the moon, Cat.Cod. Astr.1.173.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτιμέδουσα
См. также в других словарях:
νυκτιμέδουσα — νυκτιμέδουσα, ἡ (Α) (ως προσωνυμία τής Σελήνης) η ηγεμονίδα, η κυρίαρχος τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + μέδουσα) … Dictionary of Greek