Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Λίξος

См. также в других словарях:

  • Λίξος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λίξος — ο μυθική χώρα τής δυτικής Αφρικής, όπου υπήρχαν οι κήποι τών Εσπερίδων …   Dictionary of Greek

  • λίξος — ο ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας curculionidae …   Dictionary of Greek

  • Λίξω — Λίξος masc nom/voc/acc dual Λίξος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λίξε — Λίξος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λίξον — Λίξος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λίξου — Λίξος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λίξους — Λίξος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λίξῳ — Λίξος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιξίτης — ο, θηλ. ισσα [Λίξος] ο κάτοικος τής μυθικής χώρας Λίξος …   Dictionary of Greek

  • Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»