Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Όδυσσειακός

См. также в других словарях:

  • Ὀδυσσειακός — the Odyssey masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδυσσειακός — ή, ό (Α ὀδυσσειακός, ή, όν) [Οδύσσεια] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Οδύσσεια ή αυτός που αρμόζει στην Οδύσσεια νεοελλ. μτφ. περιπετειώδης αρχ. φρ. «Ὀδυσσειακὴ προσῳδία» τίτλος έργου τού Ηρωδιανού …   Dictionary of Greek

  • Ὀδυσσειακά — Ὀδυσσειακός the Odyssey neut nom/voc/acc pl Ὀδυσσειακά̱ , Ὀδυσσειακός the Odyssey fem nom/voc/acc dual Ὀδυσσειακά̱ , Ὀδυσσειακός the Odyssey fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀδυσσειακῶν — Ὀδυσσειακός the Odyssey fem gen pl Ὀδυσσειακός the Odyssey masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀδυσσειακαῖς — Ὀδυσσειακός the Odyssey fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀδυσσειακῆς — Ὀδυσσειακός the Odyssey fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀδυσσειακῇ — Ὀδυσσειακός the Odyssey fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»