-
1 Λαύρειον
Λαύρειον, τό, promontory in the south of Attica, famous for its silver-mines, Hdt.7.144, Th.2.55, EM533.34, etc.; [full] Λαύρεον, IG22.1582.67, al.; later [full] Λαύριον, Paus.1.1.1:—Adj. [full] Λαυρ-εωτικός or [suff] λᾱτῠπ-ειωτικός, ή, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Λαύρειον
См. также в других словарях:
λαύριο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… … Dictionary of Greek
Λαύρειον — και Λαύρεον, τὸ (Α) βλ. λαύριο … Dictionary of Greek
lēu-2 : lǝu- — lēu 2 : lǝu English meaning: stone Deutsche Übersetzung: ‘stein” Material: Gk. Hom. λᾶας, gen. λᾶος ‘stone” (Ausgleichung from originally *λῆFας; λά̆Fα[σ]ος n.), Att. λᾶας and λᾶς m., gen. λᾱου etc.; Hom. λᾶιγξ, pl. λά̄ιγγες f. “ … Proto-Indo-European etymological dictionary