-
1 Κάρπαθος
Κάρπαθοςfem nom sg -
2 Καρπάθου
Κάρπαθοςfem gen sg -
3 Κράπαθον
Κάρπαθοςfem acc sg (epic) -
4 Κράπαθος
Κάρπαθοςfem nom sg (epic) -
5 Κάρπαθον
Κάρπαθοςfem acc sg -
6 Καρπάθω
-
7 Καρπάθῳ
-
8 Κράπαθος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Κράπαθος
-
9 κάρπασον
Grammatical information: n.Meaning: name of `a plant with poisonous sap', `white hellebore, Veratrum album' (med., Orph.);Compounds: ὀπο-κάρπασον (Dsc.; Lat. opocarpathon) = ὀπὸς καρπάσου (= Lat. sucus carpathi, Plin.), after ὀπο-βάλσαμον; ξυλο-κάρπασον (Gal.) after ξυλο-βάλσαμον (Risch IF 59, 287).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Lat. carpathum with th for - σ- points to foreign (mediterranean) origin; both forms already in Myc. A form with dental is found also in the name of the island Κάρπαθος, which was named after the plant (Bogiatzides Άθ. 29, 72ff.); here also the PlN Καρπασία (Cyprus). The s-form also came in Latin ( carpasum, carbasa). - Derivation from καρπός (Brugmann Sächs. Ber. 1899, 185) is of course unthinkable. - The variation θ \/ σ is typical for Pre-Greek and points to a -ty-.Page in Frisk: 1,792Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάρπασον
См. также в других словарях:
Κάρπαθος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάρπαθος — I Νησί (301,17 τ. χλμ., 5.750 κάτ.) του νοτιοανατολικού Αιγαίου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, 25 ναυτικά μίλια ΝΔ της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον νομό Δωδεκανήσου. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη κωμόπολη, η … Dictionary of Greek
Κάρπαθος — Sp Kárpatas Ap Κάρπαθος/Karpathos L s. ir mst. P. Sporadose (Graikija) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Βαρίκας, Βάσος — (Κάρπαθος 1913 – Αθήνα 1971). Δημοσιογράφος και κριτικός. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και αισθητική και ιστορία της τέχνης στο πανεπιστήμιο του Παρισιού. Δημοσιογράφος από το 1939, διετέλεσε αρχισυντάκτης της εφημερίδας Τα Νέα και κριτικός των… … Dictionary of Greek
Καρπάθου — Κάρπαθος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρπάθῳ — Κάρπαθος fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράπαθον — Κάρπαθος fem acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράπαθος — Κάρπαθος fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάρπαθον — Κάρπαθος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Karpathos — Gemeinde Karpathos Δήμος Καρπάθου (Καρπάθος) … Deutsch Wikipedia
Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… … Dictionary of Greek