-
1 Κύκνειος
Κύκνειοςof a swan: masc nom sg -
2 κύκνειος
κύκνειοςof a swan: masc nom sg -
3 Κύκνειος
1 of, with Kyknos τράπε δὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ἡρακλέα (Hermann: Κυκνέα codd.: Κυκνεία byz., cf. Wil., Verskunst, 237̆{1}. ἐτράπη εἰς φυγὴν ὁ Ἡρακλῆς συλλαβομένου τοῦ Ἄρεος ὡς παιδὶ τῷ Κύκνῳ. Σ.) O. 10.15 -
4 κύκνειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύκνειος
-
5 κύκνειος
-ος,-ον A 0-0-0-0-1=1 4 Mc 15,21 -
6 Κύκνειον
Κύκνειοςof a swan: masc acc sgΚύκνειοςof a swan: neut nom /voc /acc sg -
7 κύκνειον
κύκνειοςof a swan: masc acc sgκύκνειοςof a swan: neut nom /voc /acc sg -
8 Κυκνείη
Κύκνειοςof a swan: fem nom /voc sg (epic ionic) -
9 Κυκνείοισιν
Κύκνειοςof a swan: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
10 Κύκνεια
Κύκνειοςof a swan: neut nom /voc /acc pl -
11 Κύκνειοι
Κύκνειοςof a swan: masc nom /voc pl -
12 κυκνείη
κύκνειοςof a swan: fem nom /voc sg (epic ionic) -
13 κυκνείοισιν
κύκνειοςof a swan: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
14 κύκνεια
κύκνειοςof a swan: neut nom /voc /acc pl -
15 κύκνειοι
κύκνειοςof a swan: masc nom /voc pl -
16 Κυκνεία
Κυκνείᾱ, Κύκνειοςof a swan: fem nom /voc /acc dualΚυκνείᾱ, Κύκνειοςof a swan: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
17 κυκνεία
κυκνείᾱ, κύκνειοςof a swan: fem nom /voc /acc dualκυκνείᾱ, κύκνειοςof a swan: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
18 Κυκνείω
-
19 Κυκνείῳ
-
20 κυκνείω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κύκνειος — of a swan masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκνειος — of a swan masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκνειος — α, ο(ν) (Α κύκνειος, α, ον, θηλ. και ος και κυκνῑτις, ίτιδος) [κύκνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύκνο ή προέρχεται από τον κύκνο («κύκνειοι πρὸς φιληκοΐαν φωναί», ΠΔ) νεοελλ. φρ. «το κύκνειον άσμα» ή απλώς «το κύκνειο» το τελευταίο έργο … Dictionary of Greek
κύκνειος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύκνο. 2. «κύκνειο άσμα», το τελευταίο, το λίγο πριν από το θάνατό του, έργο διάσημου συγγραφέα ή μουσικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κύκνειον — Κύκνειος of a swan masc acc sg Κύκνειος of a swan neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκνειον — κύκνειος of a swan masc acc sg κύκνειος of a swan neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυκνείη — Κύκνειος of a swan fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκνείη — κύκνειος of a swan fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυκνείοισιν — Κύκνειος of a swan masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκνείοισιν — κύκνειος of a swan masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυκνείῳ — Κύκνειος of a swan masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)