Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Κυκλώπειος

См. также в других словарях:

  • Κυκλώπειος — uncivilized masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλώπειος — uncivilized masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλώπειος — α, ο (Α κυκλώπειος, εία, ον, θηλ. και ος) [Κύκλωψ] (κυρίως για τα γιγαντιαία τείχη τής Μυκηναϊκής περιόδου) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή έχει σχέση με τους Κύκλωπες («κυκλώπεια τ οὐράνια τείχεα», Ευρ.) νεοελλ. μτφ. γιγάντιος, τεράστιος,… …   Dictionary of Greek

  • κυκλώπειος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κύκλωπες: Τα κυκλώπεια τείχη προκαλούσαν το θαυμασμό στην αρχαιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κυκλωπείων — Κυκλώπειος uncivilized fem gen pl Κυκλώπειος uncivilized masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλωπείων — Κυκλώπειος uncivilized fem gen pl Κυκλώπειος uncivilized masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλώπειον — Κυκλώπειος uncivilized masc acc sg Κυκλώπειος uncivilized neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλώπειον — Κυκλώπειος uncivilized masc acc sg Κυκλώπειος uncivilized neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλωπείη — Κυκλώπειος uncivilized fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλωπείη — Κυκλώπειος uncivilized fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλωπείην — Κυκλώπειος uncivilized fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»