-
1 Κρονίων
A son of Cronos, i.e. Zeus, Il.1.397, al.; Ζεὺς Κρονίων ib. 502, al.: gen. Κρονίονος only Il.14.247, Od.11.620.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κρονίων
См. также в других словарях:
Πατανίων — ὁ, Α όνομα ενός μαγείρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατάνη «είδος ρηχού πιάτου» + επίθημα ίων (πρβλ. Κρον ίων)] … Dictionary of Greek
ουρανίων — οὐρανίων, ωνος, ὁ (Α) (ιδίως στον πληθ.) οἱ Οὐρανίωνες α) θεοί που κατοικούν στον ουρανό, οι επουράνιοι θεοί β) οι Τιτάνες, επειδή κατάγονταν από τον Ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Οὐρανός + πατρων. κατάλ. ίων (πρβλ. Κρον ίων)] … Dictionary of Greek
Παρνασιάς — και ιων. τ. Παρνησιάς και Παρνασσίς και Παρνησίς, ἡ, Α αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό («μολεῑν... Παρνασίαν ὑπὲρ κλιτύν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Παρνασ(σ)ός + επίθημα ιάς (πρβλ. Κρον ιάς)] … Dictionary of Greek