Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Κρονιάς

См. также в других словарях:

  • κρονιάς — κρονιάς, άδος, ἡ (Α) [κρόνιος] το θηλ. τού επιθ. κρόνιος* («Κρονιάδες [ενν. ήμέραι]» οι μέρες κατά τις οποίες γινόταν η εορτή τού Κρόνου) …   Dictionary of Greek

  • Κρονίας — Κρονίᾱς , Κρόνιος of Cronos fem acc pl Κρονίᾱς , Κρόνιος of Cronos fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρονιάδων — Κρονιάς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»