Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Κρητικός

См. также в других словарях:

  • Κρητικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρητικός — ή, ό (AM κρητικός, ή, όν) [Κρήτη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κρήτες ή στην Κρήτη ή προέρχεται από την Κρήτη (α. «Κρητική Επανάσταση» β. «Κρητικό Πέλαγος») νεοελλ. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κρητικός, η Κρητικιά ο κάτοικος τής… …   Dictionary of Greek

  • κρητικός, -ιά, -ό — 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κρήτες ή στην Κρήτη ή αυτός που προέρχεται από την Κρήτη: Πουλάει κρητικά προϊόντα. 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. δηλώνουν τον κάτοικο της Κρήτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ξηρυχάκης, Αγαθάγγελος — Κρητικός λόγιος κληρικός. Διετέλεσε εφημέριος στις ελληνικές κοινότητες της Βενετίας, της Τεργέστης και της Βιέννης. Έργα του: Άγνωστος κρητική εποποιία (1908), Ο κρητικός πόλεμος, ήτοι συλλογή των ποιημάτων Ανθίμου Διακρούση και Μαρίνου Τζάνε… …   Dictionary of Greek

  • πεντοζάλης — Κρητικός χορός, που θεωρείται ένας από τους ωραιότερους και θεαματικότερους της Ελλάδας. Η ονομασία πεντοζάλης προέρχεται από την κρητική λέξη «ζάλα» που θα πει βήματα. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν κύκλο ανοιχτό προς το κέντρο. Τα βήματα… …   Dictionary of Greek

  • Μαραγκάκης, Εμμανουήλ — Κρητικός εθνικός αγωνιστής με καταγωγή από το χωριό Πανηχώρι του Σελίνου. Τον Μάρτιο του 1817 σκότωσε στο χωριό Ζουρίδω τον γενίτσαρο Εμίν αγά Βέργερη, διαβόητο για τη σκληρότητά του. Μετά από τη δολοφονία αυτή, συνελήφθη στα Χανιά και… …   Dictionary of Greek

  • Μαραγκουδάκης, Εμμανουήλ — Κρητικός οπλαρχηγός. Καταγόταν από τον Μυλοπόταμο και έλαβε μέρος στην επανάσταση του 1878 …   Dictionary of Greek

  • Μελισσιώτης, Ιωάννης — Κρητικός οπλαρχηγός. Συμμετείχε στην επανάσταση του 1866 69, όπου και διακρίθηκε τόσο για τη γενναιότητα όσο και για τον ριψοκίνδυνο χαρακτήρα του …   Dictionary of Greek

  • Μελίτακας, Μιχαήλ — Κρητικός οπλαρχηγός με καταγωγή από την επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Συμμετείχε στους αγώνες της Κρήτης και της Πελοποννήσου την περίοδο 1821 30 και διακρίθηκε για την ανδρεία του, γι’ αυτό και υμνήθηκε από τη λαϊκή μούσα …   Dictionary of Greek

  • Μεταξάς, Ανδρέας — Κρητικός αγωνιστής, οπλαρχηγός στην επανάσταση του 1857 …   Dictionary of Greek

  • Μιχελιδάκης, Σταυρούλης — Κρητικός οπλαρχηγός. Διακρίθηκε ιδιαίτερα για την αντρεία του στις επαναστάσεις το 1878 και το 1889 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»