-
1 κρητικος
-
2 Κρητικος
3Критский Aesch., Her. etc.τὸ Κρητικὸν πέλαγος Thuc. — Критское море (часть Эгейского моря, примыкающая к сев. побережью Крита)
-
3 Κρητικός
Κρητικόςmasc nom sg -
4 Κρητικός
II [full] Κρητικόν (sc. ἱμάτιον), τό, short garment, used at sacred rites, Id.Th. 730, Eup.311.2 Κρητικός (sc. ποῦς), ὁ, a metrical foot [ ¯ ?ΚρητικόςX ¯ ], = ἀμφίμακρος, Heph.3.2, cf. A.D. Pron.50.16; so ἔγειρε.., Μοῦσα, K.μέλος Cratin.222
; τὸ K. (sc. μέτρον) Heph.13.1; K. ῥυθμός, ῥυθμοί, D.H.Comp.25, Str.10.4.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κρητικός
-
5 κρητικός
η и ιά, ό[ν] 1. критский;2. (Κ.) (ο, κρητικιά η) — критян|ин, -ка
-
6 Κρητικός
[критикос] ουσ а. критскийΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > Κρητικός
-
7 Κρητικός
[критикос] ουσ а. критский. -
8 Κρητικαί
Κρητικόςfem nom /voc pl -
9 Κρητικοί
Κρητικόςmasc nom /voc pl -
10 Κρητικούς
Κρητικόςmasc acc pl -
11 Κρητική
Κρητικόςfem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 Κρητικήν
Κρητικόςfem acc sg (attic epic ionic) -
13 Κρητικά
Κρητικόνin Cretan fashion: neut nom /voc /acc plΚρητικόςneut nom /voc /acc plΚρητικά̱, Κρητικόςfem nom /voc /acc dualΚρητικά̱, Κρητικόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
14 Κρητικών
-
15 Κρητικῶν
-
16 Κρητικόν
Κρητικόνin Cretan fashion: neut nom /voc /acc sgΚρητικόςmasc acc sgΚρητικόςneut nom /voc /acc sg -
17 Creta [1]
1. Crēta, ae, f. u. Crētē, ēs, f. (Κρήτη), die im Altertum durch frühe Gesetzgebung u. Kultur, sowie durch Fruchtbarkeit des Bodens u. die Menge seiner Erzeugnisse (offizinelle Pflanzen, trefflichen Honig, Waldbäume usw.) berühmte Insel Kreta im Mittelmeere, Sitz vieler Mythen, j. Candia, Cic. Phil. 2, 97. Vell. 2, 34, 1. Verg. Aen. 3, 104: Form Crete, Mela 2, 7, 12 (2. § 112). Hor. carm. 3, 27, 34. Ov. am. 3, 10, 20 u. her. 10, 67. – Dav.: A) Crēs, ētis, m. (Κρής), kretisch, subst., a) der Kreter, Cic. u.a. (kollektiv, Auson. Technop. (XXVII) 9, 20. p. 137, 2 Schenkl: Plur. Crētēs, um, Akk. as, m., die Kreter (als treffliche Bogenschützen bekannt), Caes. u.a. – b) = Creticus pes, Terent. Maur. 2290. – B) Crēssa, ae, f. (Κρησσα) kretisch, subst. die Kreterin, pharetra, Verg.: herbae (s. oben), Prop.: nota, mit kretischer Erde gemacht, Hor.: bos, Pasiphaë, Prop.: corona, die Krone der Ariadne, ein Gestirn (vgl. Ariadna), Ov.: subst. für Ariadne, Ov. am. 1, 7, 16; für Aërope, Ov. art. am. 1, 327. – C) Crēsius (Cressius), a, um (Κρήσιος), kretisch, nemora, Verg.: prodigia, i.e. taurus (s. no. D), Verg. – D) Crētaeus, a, um (Κρηταιος), kretäisch, Verg. u. Ov.: taurus, der Stier, den Neptun dem Minos schenkte u. der später nach Attika kam u. die Gegend bei Marathon verwüstete, Ov.: subst., Crētaeus, ī, m., der Kreter, v. Epimenides, Prop. 2, 34, 29. – E) Crētānī, ōrum, m., die Kretaner = Kreter, Plaut. Curc. 443. – F) Crētēnsis, e, kretisch, Cic. u. Liv.: Plur. subst., Cr tēnsēs, ium, m., die Kretenser, Nep. u. Liv. – G) Crēticus, a, um (Κρητικός), kretisch, Hor. u. Plin.: pes, der Amphimacer, Gramm.: versus, aus Amphimacris bestehend, Gramm. – subst., α) Crēticus, ī, m., Beiname des Q. Metellus, der Kreta unterwarf (vgl. Cic. Flacc. 30), Cic. u.a. – β) Crētica, ae, f., das sonst clematis gen. Rankengewächs, »gemeine Waldrebe« (Clematis vitalba, L.), Plin. 25, 96. – γ) in der griech. Form Crēticē, ēs, f., die Pflanze »Eibisch« (sonst hibiscus gen.), Ps. Apul. herb. 38 u. 62. – H) Crētis, tidis, f., kretisch, nymphae, Ov. fast. 3, 444.
-
18 αμφιμακρος
-
19 Κρητική
-
20 Κρητικῇ
См. также в других словарях:
Κρητικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρητικός — ή, ό (AM κρητικός, ή, όν) [Κρήτη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κρήτες ή στην Κρήτη ή προέρχεται από την Κρήτη (α. «Κρητική Επανάσταση» β. «Κρητικό Πέλαγος») νεοελλ. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κρητικός, η Κρητικιά ο κάτοικος τής… … Dictionary of Greek
κρητικός, -ιά, -ό — 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κρήτες ή στην Κρήτη ή αυτός που προέρχεται από την Κρήτη: Πουλάει κρητικά προϊόντα. 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. δηλώνουν τον κάτοικο της Κρήτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ξηρυχάκης, Αγαθάγγελος — Κρητικός λόγιος κληρικός. Διετέλεσε εφημέριος στις ελληνικές κοινότητες της Βενετίας, της Τεργέστης και της Βιέννης. Έργα του: Άγνωστος κρητική εποποιία (1908), Ο κρητικός πόλεμος, ήτοι συλλογή των ποιημάτων Ανθίμου Διακρούση και Μαρίνου Τζάνε… … Dictionary of Greek
πεντοζάλης — Κρητικός χορός, που θεωρείται ένας από τους ωραιότερους και θεαματικότερους της Ελλάδας. Η ονομασία πεντοζάλης προέρχεται από την κρητική λέξη «ζάλα» που θα πει βήματα. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν κύκλο ανοιχτό προς το κέντρο. Τα βήματα… … Dictionary of Greek
Μαραγκάκης, Εμμανουήλ — Κρητικός εθνικός αγωνιστής με καταγωγή από το χωριό Πανηχώρι του Σελίνου. Τον Μάρτιο του 1817 σκότωσε στο χωριό Ζουρίδω τον γενίτσαρο Εμίν αγά Βέργερη, διαβόητο για τη σκληρότητά του. Μετά από τη δολοφονία αυτή, συνελήφθη στα Χανιά και… … Dictionary of Greek
Μαραγκουδάκης, Εμμανουήλ — Κρητικός οπλαρχηγός. Καταγόταν από τον Μυλοπόταμο και έλαβε μέρος στην επανάσταση του 1878 … Dictionary of Greek
Μελισσιώτης, Ιωάννης — Κρητικός οπλαρχηγός. Συμμετείχε στην επανάσταση του 1866 69, όπου και διακρίθηκε τόσο για τη γενναιότητα όσο και για τον ριψοκίνδυνο χαρακτήρα του … Dictionary of Greek
Μελίτακας, Μιχαήλ — Κρητικός οπλαρχηγός με καταγωγή από την επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Συμμετείχε στους αγώνες της Κρήτης και της Πελοποννήσου την περίοδο 1821 30 και διακρίθηκε για την ανδρεία του, γι’ αυτό και υμνήθηκε από τη λαϊκή μούσα … Dictionary of Greek
Μεταξάς, Ανδρέας — Κρητικός αγωνιστής, οπλαρχηγός στην επανάσταση του 1857 … Dictionary of Greek
Μιχελιδάκης, Σταυρούλης — Κρητικός οπλαρχηγός. Διακρίθηκε ιδιαίτερα για την αντρεία του στις επαναστάσεις το 1878 και το 1889 … Dictionary of Greek