-
1 κούρητες
κούρητες, οἱ, = κοῠροι, die junge, waffenfähige Mannschaft, κούρητες Παναχαιῶν, Ἀχαιῶν, Il. 19, 193. 248. – S. nom. propr.
-
2 Κουρήτες
-
3 Κουρῆτες
-
4 Κουρητες
οἱ куреты1) полумиф. первое население Акарнании и Этолии Hom.2) жрецы Зевса на Крите, впосл. отожд. с корибантами Diod. -
5 Κούρητες
κούρητεςyoung men: masc nom /voc pl -
6 κούρητες
κούρητεςyoung men: masc nom /voc pl -
7 κούρητες
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κούρητες
-
8 Κουρῆτες
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Κουρῆτες
-
9 κούρητες
κούρητες, οἱ, die junge, waffenfähige Mannschaft -
10 κούρητες
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κούρητες
-
11 κούρητες
II as pr.n., Κουρῆτες (Hdn.Gr.1.63, al.), [dialect] Dor. [full] Κωρῆτες, divinities coupled with Nymphs and Satyrs, K.θεοὶ φιλοπαίγμονες ὀρχηστῆρες Hes.Fr. 198
; worshipped in Crete, ([place name] Hierapytna); Κωρῆσι τοῖς πρὸ καρταιπόδων ib.iv p.1036 ([place name] Gortyn); K.Διὸς τροφεῖς λέγονται Str.10.3.19
, cf. 11, E.Ba. 120 (lyr.), Orph.H.38.1, Fr. 151, etc.: prov., Κουρήτων στόμα, of prophecy, Zen.4.61. (Sg. only late, .)2 armed dancers who celebrated orgiastic rites, Str.10.3.7: hence used to translate Lat. Salii, D.H.2.70;Κουρήτων Βάκχος ἐκλήθην ὁσιωθείς E.Fr.472.14
(lyr.).3 at Ephesus, religious college of six members,συνέδριον Κουρήτων Ephes.2
No.83c, cf. SIG353.1 (iv B. C.), Str.14.1.20.III pr. n. of a people who fought with the Aetolians, Il.9.529, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κούρητες
-
12 Κουρήτεσι
Κουρῆτεςfem dat plκούρητεςyoung men: masc dat pl -
13 Κουρήτεσσι
Κουρῆτεςfem dat pl (epic aeolic)κούρητεςyoung men: masc dat pl (epic aeolic) -
14 Κουρήτων
Κουρῆτεςfem gen plκούρητεςyoung men: masc gen pl -
15 Κουρής
Κουρῆτεςfem nom sg -
16 Κούρησι
κούρητεςyoung men: masc dat pl -
17 Κούρησιν
κούρητεςyoung men: masc dat pl -
18 κουρήτεσι
κούρητεςyoung men: masc dat pl -
19 Κούρητας
κούρητεςyoung men: masc acc pl -
20 κούρητας
κούρητεςyoung men: masc acc pl
См. также в других словарях:
Κουρῆτες — fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κούρητες — young men masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρητες — young men masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κουρήτες — Μυθολογικοί δαίμονες, οι οποίοι αποτελούσαν την ακολουθία της Ρέας. Κατάγονταν πιθανότατα από την Κρήτη και ήταν θεότητες που προστάτευαν τα ζώα και την αγροτική ζωή. Κατόπιν συνδέθηκαν με τον μύθο που σχετίζεται με τη γέννηση και την ανατροφή… … Dictionary of Greek
κούρητες — Μυθολογικοί δαίμονες, οι οποίοι αποτελούσαν την ακολουθία της Ρέας. Κατάγονταν πιθανότατα από την Κρήτη και ήταν θεότητες που προστάτευαν τα ζώα και την αγροτική ζωή. Κατόπιν συνδέθηκαν με τον μύθο που σχετίζεται με τη γέννηση και την ανατροφή… … Dictionary of Greek
Κουρήτεσι — Κουρῆτες fem dat pl κούρητες young men masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κουρήτεσσι — Κουρῆτες fem dat pl (epic aeolic) κούρητες young men masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κουρήτων — Κουρῆτες fem gen pl κούρητες young men masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κουρῆσι — Κουρῆτες fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κουρῆσιν — Κουρῆτες fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κουρῆτα — Κουρῆτες fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)