-
1 Κορίνθιος
A courtesan, Pl.R. 404d; ἑταῖραι K. Ar.Pl. 149; οἶνος K. Alex.290; K.κάδοι Diph.61.3
. Adv. - ίως in Corinthian fashion, οἶκος K.ἐστεγασμένος J.AJ8.5.2
:— fem. [full] Κορινθιάς, άδος, ἡ, St.Byz.:—also [full] Κορινθιακός, ή, όν, X.HG6.2.9; K.γλυφαί Ph.1.666
: [full] Κορινθικός, AP6.40 (Maced.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κορίνθιος
См. также в других словарях:
κορινθικός — κορινθικός, ή, όν (Α) [Κόρινθος] κορινθιακός* … Dictionary of Greek