Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Κορινθιάς

См. также в других словарях:

  • Κορινθιάς — courtesan fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορινθίας, επαρχία — Παλαιότερη διοικητική διαίρεση (2.289 τ. χλμ.) του νομού Κορινθίας, με πρωτεύουσα την Κόρινθο. Τα όρια της επαρχίας συνέπιπταν με αυτά του νομού. Βλ. λ. Κορινθίας, νομός …   Dictionary of Greek

  • Κορινθίας — Κορινθίᾱς , Κορίνθιος courtesan fem acc pl Κορινθίᾱς , Κορίνθιος courtesan fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορινθίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.289 τ. χλμ., 154.624 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Ο ν.Κ. εκτείνεται στη βορειανατολική Πελοπόννησο και καταλαμβάνει μικρό τμήμα της Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει Δ με τον νομό Αχαΐας, Ν με τους νομούς Αρκαδίας και… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Νοταράς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Κορινθία. 1. Ανδρίκος. Αδελφός του Σωτήριου (βλ. 5.). Κατά την πολιορκία του Ακροκόρινθου από τους επίσκοπο Δαμαλών Ιωνά, Πετμεζά και Γ. Κριεζή (23 Μαρτίου 1821), πιάστηκε όμηρος και φυλακίστηκε στο φρούριο της… …   Dictionary of Greek

  • κορίνθιος — ια, ιο, θηλ. και ία (Α κορίνθιος, ία, ον, θηλ. και κορινθιάς, άδος) [Κόρινθος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο, στην Κορινθία ή στους Κορινθίους, κορινθιακός («κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν», Ευρ.) 2. (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο… …   Dictionary of Greek

  • Αναστάσεως Χριστού, μονή — Ονομασία δύο μοναστηριών στον νομό Κορινθίας. 1. Γυναικείο ησυχαστήριο στο Ηράκλειο Κορινθίας. Εξαρτάται από τη Μητρόπολη Κορινθίας, Ζεμενού, Ταρσού και Πολυφέγγους. Ιδρύθηκε το 1936. 2. Γυναικείο μοναστήρι στο Λουτράκι. Έχει την ίδια εξάρτηση με …   Dictionary of Greek

  • Αχαΐα — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της βορειοδυτικής Πελοποννήσου και διοικητική διαίρεση (νομός) με πρωτεύουσα την Πάτρα, έκταση 3.209 τ. χλμ. (791 πεδινά, 462 ημιορεινά και 1.956 ορεινά) και πληθυσμό 322.789 κάτ.. Ο νομός συνορεύει στα Α με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κακαβάς — I Επώνυμο αγιογράφων των μεταβυζαντινών χρόνων.1. Δημήτριος (β’ μισό 16ου – αρχές 17ου αι.). Εργάστηκε από το 1590, οπότε ζωγράφισε τις τοιχογραφίες του μοναστηριού της Μαλαισίνας, έως το 1632, που διακόσμησε το καθολικό του μοναστηριού της Γόλας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»