Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Κορίνθιαι

См. также в других словарях:

  • Κορινθίαι — Κορινθίᾱͅ , Κορίνθιος courtesan fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορίνθιαι — Κορίνθιος courtesan fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνωθεν — κ. θε (Α ἄνωθεν κ. θε) επίρρ. [άνω] από επάνω, από ψηλά νεοελλ. φρ. «η διαταγή εδόθη άνωθεν» από ψηλά, από την κορυφή της ιεραρχίας ή από κάποιον με πολύ υψηλό αξίωμα μσν. από τον ουρανό («ἄνωθεν καταπέμψας») αρχ. 1. από το εσωτερικό ενός τόπου 2 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»