Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Κλεῖδες

См. также в других словарях:

  • κλεῖδες — κλείς clavis fem nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CLIDIUM — apud Plinium, l. 9. c. 15. Thynni, membratim caesi, cervice et abdomine commendantur atque clidio, recenti duntaxat: Festo, ex Naevio, petimen piscinum, quod est inter duos armos ad pectus: Iugulus aliis. Claviculas Medici vocant, hinc Athen. l.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OSTII apertura — apud Veteres duplex fuit: namque vel in interiores partes, ut hodieque, vel in exteriores, fiebat; quorum ostiorum illa ἔσω, haec ἔξω ἀνοίγεςθαι, dicebantur. Meminit huius aperturae Vitruvius, l. 4. c. 6. Ipsaque forium ornamenta non siunt… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κλάπα — η (Μ κλάπα, Μ πληθ. και κλάποι, οἱ) νεοελλ. 1. ξύλινο τεμάχιο ή σιδερένιο έλασμα με το οποίο συνδέονται λίθοι οικοδομής ή σανίδες 2. μετάλλινος μηχανισμός που συγκρατεί τα παραθυρόφυλλα ή τις πόρτες, στρόφιγγα, μεντεσές 3. καθεμιά από τις σανίδες …   Dictionary of Greek

  • κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… …   Dictionary of Greek

  • κύαθος — Αγγείο της αρχαιότητας. Το σχήμα του μοιάζει με αυτό του κυπέλλου, με τη διαφορά ότι φέρει ευμεγέθη και κάθετη προς το χείλος λαβή. Το χρησιμοποιούσαν για να αντλούν κρασί από τον κρατήρα και να σερβίρουν τα αγγεία πόσεως. Λειτουργούσε και ως… …   Dictionary of Greek

  • σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… …   Dictionary of Greek

  • στέρνο — το / στέρνον, ΝΜΑ 1. το πρόσθιο μέρος τού θώρακα, το στήθος («παίει κατὰ τὸ στέρνον καὶ τιτρώσκει διὰ τοῡ θώρακος», Ξεν.) 2. πλατύ επίμηκες και μονοφυές οστό που καταλαμβάνει τη μεσότητα τής εμπρόσθιας μοίρας τού θώρακα και με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ωμικός — (I) ή, ό, Ν [ώμος] 1. (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, ωμιαίος («ωμικός θόλος») 2. φρ. «ωμική ζώνη» ανατ. η οστική ζώνη που σχηματίζεται από τις κλείδες προς τα εμπρός και τις ωμοπλάτες προς τα πίσω. (II) ή, ό, Ν 1. φυσ. (για …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»