-
1 Κλαζομενών
-
2 Κλαζομενῶν
-
3 οἴκοθεν
οἴκοθεν, von Hause, aus der Wohnung, Il. 11, 632; aus der Heimath, Pind. oft, οἴκοϑεν οἴκαδε, aus einer Heimath in die andere, aus einer Familie in die andere, Ol. 6, 99. 7, 4; auch aus eigenem Vermögen, aus eigenen Mitteln, οἴκοϑεν ἄλλ' ἐπιϑεῖναι, Il. 7, 364, vgl. 23, 558; μάτευε, ganz allein, Pind. N. 3, 30; φεύγειν τοὺς οἴκοϑεν, Aesch. Suppl. 385; τίς σ' ἐπῆρεν οἴκοϑεν στόλος, Soph. O. C. 359; Eur. φάτιν τίν' οἴκοϑεν κλύουσα, Hel. 1191; οἴκοϑεν οὐκ ἔχω, Ar. Pax 514; οἴκοϑεν ἐκ Κλαζομενῶν, Plat. Parm. 126 a; οἴκοϑεν τὸν πολέμιον ἔχειν, im Innern, Soph. 252 c; aus eigenem Antriebe, Isae. 10, 17, vgl. Dem. 25, 2.
-
4 απαλλασσω
атт. ἀπαλλάττω1) удалять, изгонять(τινὰ ἐκ τῆς χώρας Thuc.)
— отстранять, отгонять (φρενῶν ἔρωτα Eur.);med.-pass. — удаляться, уходить, уезжать (ἐκ χώρης, ἐς Πελοπόννησον Her.; πρὸς χώραν Plat.; παρά τινος Aeschin.; ἐπὴ τέν αὑτοῦ σκηνήν Polyb.; τῆς πόλεως Plut.):γῆς ἀπαλλάττεσθαι πόδα Eur. — уходить из страны;πολλὸν ἀπαλλαγμένος τινός Her. — сильно отличающийся от кого-л.;κρῖναι ἱκανῶς οὐκ ἀπαλλαχθῆναι Thuc. — быть близким к здравому суждению2) отдалять, отводитьἀ. γῆς πρόσωπον Eur. — поднимать лицо от земли;
ἀ. σφαγῆς τινος χεῖρα Eur. — воздерживаться от убийства кого-л.3) откладывать в сторону(τὰ περιττὰ τῶν σκευῶν Xen.)
4) устранять, исключать5) освобождать, избавлять(τινὰ πόνων Aesch.; τέν πόλιν πολέμων καὴ κακῶν Plut.)
; med.-pass. освобождаться, избавляться(δουλουσύνης Her.; αἰσχύνης Thuc.; φόβου Xen.; τῆς ἀπορίας καὴ τῆς διαφορᾶς Plut.)
ἀπαλλάττεσθαι πρὸς ἀλλήλους τῶν ἐγκλημάτων Plat. — прекращать взаимные обвинения6) исцелять(τινὰ τῆς ἀτεκνίας Plut.)
7) отпускать, отсылать(τοὺς πρέσβεις Thuc.; τὰς φρουράς Plut.)
8) выпускать(τὸν χρυσὸν χερός Eur.)
9) увольнять, смещать(τινὰ τῆς ἀρχῆς Plut.)
10) разводить(γυναῖκας ἀνδρῶν Plut.)
; med.-pass. разводиться(λέχους Eur.; ἀπὸ τοῦ ἀνδρός и ἀπὸ γυναικός Plat.; ἀπαλλαγεὴς τῆς γυναικός Plut.)
11) переставать, прекращать, кончать(τὸν λόγον Eur.)
; pass. прекращаться, кончаться(τῆς νόσου ἀπαλλαγέντος Soph.)
12) pass. воздерживаться(μακρῶν λόγων Soph.)
ἀπαλλαχθεὴς ἄπει Soph. — кончай и уходи;εἰπὼν ἀπαλλάγηθι Plat. — скажи раз навсегда;τοῦτο μὲν δέ ἀπήλλακται Plat. — с этим, стало быть, покончено;ἀπιέναι καὴ ἀ. юр. Dem. (об — истце или кредиторе) объявлять себя удовлетворенным;13) приканчивать, умерщвлять(ἥ τοῦ φαρμάκου δύναμις ἀπήλλαξέ τινα Plut.)
ἀ. ἑαυτόν Plut. и ἀ. ἑαυτὸν ἐκ τοῦ ζῆν Polyb. — кончать самоубийством;med.-pass. — погибать, умирать (παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἀπηλλάγησαν Thuc.):κείνου ἀπηλλαχθέντος Eur. — когда он умер14) производить окончательный расчет, полностью удовлетворять(τοὺς χρηστάς Isae., Dem.; τοὺς δανείσαντας Dem.)
15) возвращаться(ἀπὸ Κλαζομενῶν Her.)
πῶς ἀπήλλαχεν ἐκ τῆς ὁδοῦ ; Xen. — как прошло у него это путешествие?16) кончаться, оканчиватьсяοὕτως ἀπήλλαξε ὅ στόλος Her. — так закончился поход;
ἀπαλλάξαι καλῶς Polyb. — окончиться благополучно;ἀ. βίου Eur. — умирать;χαίροντα ἀ. Her. — оставаться безнаказанным -
5 επιδημεω
1) жить у себя, пребывать в своей стране(οὐκ ἔτυχεν ἐπιδημῶν Thuc.; ἐν τῇ πόλει κεῖσθαι καὴ ἐ. Plat.)
εἰτ΄ ἐπιδημῶν τυγχάνοι εἴτε καὴ ἀποδημῶν Xen. — был ли он в городе, или находился в отъезде2) присутствовать(τοῖς μυστηρίοις Dem.)
3) (aor. и pf.) возвратиться домой(δεῦρ΄ ἐκ Κλαζομενῶν Plat.; ἐκ τῆς ἀποδημίας Xen.)
4) прибывать, приезжать, поселяться(ἐν Λακεδαίμονι Xen.; ἐν Κρήτῃ Arst.; πρός τινα Diog.L.; εἰς Ῥώμην Plut.)
ἐ. τὰ Ἴσθμια Luc. — посещать Истмийские игры;Πρωταγόρας ἐπιδεδήμηκε ; Plat. — разве Протагор прибыл? -
6 οἴκοθεν
A from one's house, from home,ὃ οἴ. ἦγ' ὁ γεραιός Il.11.632
;οἴ. ὥρμησαν Th.4.90
; οἴ. οἴκαδε from home to home, implying security and ease, Pi.O.6.99, cf. 7.4, Lib.Ep. 149 ;οἴ. ἐκ Κλαζομενῶν Pl.Prm. 126a
;δεῦρο οἴ. Id.Hp. Ma.282b
; εὐθὺς οἴ. ὑπάρχει παισὶν οὖσιν, i.e. from childhood, Arist. Pol. 1295b16 : freq. without any sense of motion, νόμοι οἱ οἴ., = οἱ πάτριοι, A.Supp. 390, cf. E.Ph. 294 (lyr.) ;οἱ οἴ. φίλοι Id.Med. 506
;τὰ οἴ.
domestic affairs,Id.
IA 1000 ;τὸ οἴ. Pi.P.8.51
;στρατηγοὺς εἵλοντο ἐκ τῶν οἴ. X.HG1.4.10
;οἴ. τὸν πολέμιον ἔχειν
at home, within,Pl.
Sph. 252c ; τὸ γένος οἴ., = οἰκογενής, of a slave, GDI2307.5 (Delph.).2 from one's household stores,πάντ' ἐθέλω δόμεναι καὶ οἴ. ἄλλ' ἐπιθεῖναι Il.7.364
;οἴ. ἄλλο Εὐμήλῳ ἐπιδοῦναι 23.558
; εἰ καί νύ κεν οἴ. ἄλλο μεῖζον ἐπαιτήσειας ib. 592 : metaph., τὸν νοῦν διδάσκαλον οἴ. ἔχουσα χρηστόν having in my own mind a wise teacher, E.Tr. 653 ; δεῖ μάντιν εἶναι, μὴ μαθοῦσαν οἴ. one must needs be externally inspired with the vision of truth, if one has not learned it by one's own intellect, Id.Med. 239 ; πόθεν ἂν λάβοιμι ῥῆμα.. ; οὐ γὰρ εἶχον οἴ. I have it not of my own, Ar. Pax 522, cf. Lys.4.7 ;θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν.. ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴ. Pi.N.7.51
; οἴ. μάτευε ib.3.31 : with a Subst., = οἰκεῖος, ἀρεταῖσιν οἴ., ἀνορέαις οἴ., by his own prowess, valour, Id.O.3.44, I.4(3).12.3 from one's own financial resources, at one's own expense (cf. ϝοίκω), PEleph.11.7 (iii B.C.), Wilcken Chr.176.17 (i A. D.), etc. ;τὰς πολιτείας οἴ. ἐνδόξως ἐκτελεῖν IG4.672
([place name] Nauplia), cf. 716 ([place name] Hermione) ;ἀγωνοθετεῖν Παναθηναίων οἴ. SIG869.7
(ii A. D.) ; παρεχέτω οἴ. τὸ θερμόλυχνον ib.1109.151 (ii A. D.).4 like ἀρχῆθεν, to begin with, originally, ψευδεῖς οἴ. δόξας ἔχοντες entertaining false notions to begin with, Aeschin.3.59, cf. 60 ; εἰς ὑπέρχρεων οὐσίαν καὶ οἴ. into an estate already overburdened with debt, Is.10.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἴκοθεν
-
7 ἐπιδημέω
A to be at home, live at home, opp. ἀποδημέω, Th.1.136, Pl.Tht. 173e, etc.; ;ἐ. τρία ἔη And.1.132
; ἐ. Ἀθήνησι stay at home at Athens, D.35.16; so ἐν αὐτῇ (sc. τῇ πόλει) ἐ. Pl.Cri. 52b; opp. στρατεύομαι, Is.9.3.2. of diseases, to be prevalent, epidemic, Hp.Prog..25.II. come home, X.Mem.2.8.1; ἐνθάδε ἐ. Pl.Smp. 172c;εἰ νῦν ἐξ ἀγροῦ ἐνθάδ' ἐπιδημεῖ Men.Georg.19
.III. of foreigners, come to stay in a city, reside in a place, οἱ -οῦντες ἐνΛακεδαίμονι ξένοι X.Mem.1.2.61
; ἐ. εἰς Μέγαρα come to Megara to stay there, D.59.37, cf.Aeschin.2.154;ἐκ Κλαζομενῶν Pl.Prm. 126b
; ἐ. τοῖς μυστηρίοις to be present at, attend them, D.21.176; τοὺς ἐπιδημήσαντας ἅπαντας τῶν Ἑλλήνων all who were present[at the festival], ib. 217;Φοίβου ἐπιδημήσαντος Call.Ap.13
: laterc. dat.,ταῖς Σάρδεσιν Philostr. VS1.22.4
; also (ii B.C.).2. abs., stay in a place, be in town,ὅσοι ξένοι ἐπιδημοῦσιν Lys.12.35
, cf. Inscr.Prien.108.286 (ii B.C.), Act.Ap.17.21; Πρωταγόρας ἐπιδεδήμηκεν; Pl.Prt. 309d: metaph.,ἐ. θίασος Μουσῶν Ar.Th.40
.3. ἐ. τινί visit a person, PLond.2.416.5 (iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδημέω
См. также в других словарях:
Κλαζομενῶν — Κλαζομεναί fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτύμβιος — Οποιοδήποτε σήμα τοποθετείται πάνω σε τύμβο ή τάφο για να κρατά ζωντανή τη μνήμη εκείνων που βρίσκονται θαμμένοι κάτω από αυτόν. Η χρήση του ε. χρονολογείται από τους ομηρικούς χρόνους. Για τους αρχαίους Έλληνες ήταν ένας τρόπος δηλωτικός της… … Dictionary of Greek
κλαζομένιος — α, ο (Α κλαζομένιος, ία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη τής Μικράς Ασίας Κλαζομενές ή αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «κλαζομένια αγγεία» είδος αρχαίων αγγείων τής περίφημης αγγειοπλαστικής τέχνης τών Κλαζομενών β.… … Dictionary of Greek
οίκοθεν — (Α οἴκοθεν και οἴκοθε) επίρρ. 1. από το σπίτι, από την οικία («φιάλαν... δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων οἴκοθεν οἴκαδε», Πίνδ.) 2. από την πατρίδα («οἴκοθεν ἐκ Κλαζομενῶν», Πλάτ.) 3. αφ εαυτού, αυτοπροαίρετα, εκουσίως 4. με προσωπική κρίση… … Dictionary of Greek
σαρκοφάγος — Νεκρική λάρνακα λίθινη ή πήλινη, σε χρήση από την προϊστορική εποχή ως το Μεσαίωνα. Οι πρώτες σ. εμφανίζονται στην Αίγυπτο κατά την 3η π.Χ. χιλιετία: είναι ξύλινες κιβωτιόσχημες, με ζωγραφική ή πλαστική διακόσμηση, ή ανθρωποειδείς με κάλυμμα που… … Dictionary of Greek
Κλαζομενές — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, που ήταν χτισμένη στην ηπειρωτική χώρα και στο ομώνυμο νησί από Ίωνες. Η πόλη βρισκόταν μεταξύ Σμύρνης και Ερυθρών. Αρχηγός της ήταν ο Κολοφώνιος Πόρφυρος, ο οποίος την αποίκισε με Φλιασίους και Κλεωναίους πρόσφυγες … Dictionary of Greek