-
1 Κλαζομενών
-
2 Κλαζομενῶν
-
3 οἴκοθεν
A from one's house, from home,ὃ οἴ. ἦγ' ὁ γεραιός Il.11.632
;οἴ. ὥρμησαν Th.4.90
; οἴ. οἴκαδε from home to home, implying security and ease, Pi.O.6.99, cf. 7.4, Lib.Ep. 149 ;οἴ. ἐκ Κλαζομενῶν Pl.Prm. 126a
;δεῦρο οἴ. Id.Hp. Ma.282b
; εὐθὺς οἴ. ὑπάρχει παισὶν οὖσιν, i.e. from childhood, Arist. Pol. 1295b16 : freq. without any sense of motion, νόμοι οἱ οἴ., = οἱ πάτριοι, A.Supp. 390, cf. E.Ph. 294 (lyr.) ;οἱ οἴ. φίλοι Id.Med. 506
;τὰ οἴ.
domestic affairs,Id.
IA 1000 ;τὸ οἴ. Pi.P.8.51
;στρατηγοὺς εἵλοντο ἐκ τῶν οἴ. X.HG1.4.10
;οἴ. τὸν πολέμιον ἔχειν
at home, within,Pl.
Sph. 252c ; τὸ γένος οἴ., = οἰκογενής, of a slave, GDI2307.5 (Delph.).2 from one's household stores,πάντ' ἐθέλω δόμεναι καὶ οἴ. ἄλλ' ἐπιθεῖναι Il.7.364
;οἴ. ἄλλο Εὐμήλῳ ἐπιδοῦναι 23.558
; εἰ καί νύ κεν οἴ. ἄλλο μεῖζον ἐπαιτήσειας ib. 592 : metaph., τὸν νοῦν διδάσκαλον οἴ. ἔχουσα χρηστόν having in my own mind a wise teacher, E.Tr. 653 ; δεῖ μάντιν εἶναι, μὴ μαθοῦσαν οἴ. one must needs be externally inspired with the vision of truth, if one has not learned it by one's own intellect, Id.Med. 239 ; πόθεν ἂν λάβοιμι ῥῆμα.. ; οὐ γὰρ εἶχον οἴ. I have it not of my own, Ar. Pax 522, cf. Lys.4.7 ;θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν.. ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴ. Pi.N.7.51
; οἴ. μάτευε ib.3.31 : with a Subst., = οἰκεῖος, ἀρεταῖσιν οἴ., ἀνορέαις οἴ., by his own prowess, valour, Id.O.3.44, I.4(3).12.3 from one's own financial resources, at one's own expense (cf. ϝοίκω), PEleph.11.7 (iii B.C.), Wilcken Chr.176.17 (i A. D.), etc. ;τὰς πολιτείας οἴ. ἐνδόξως ἐκτελεῖν IG4.672
([place name] Nauplia), cf. 716 ([place name] Hermione) ;ἀγωνοθετεῖν Παναθηναίων οἴ. SIG869.7
(ii A. D.) ; παρεχέτω οἴ. τὸ θερμόλυχνον ib.1109.151 (ii A. D.).4 like ἀρχῆθεν, to begin with, originally, ψευδεῖς οἴ. δόξας ἔχοντες entertaining false notions to begin with, Aeschin.3.59, cf. 60 ; εἰς ὑπέρχρεων οὐσίαν καὶ οἴ. into an estate already overburdened with debt, Is.10.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἴκοθεν
-
4 ἐπιδημέω
A to be at home, live at home, opp. ἀποδημέω, Th.1.136, Pl.Tht. 173e, etc.; ;ἐ. τρία ἔη And.1.132
; ἐ. Ἀθήνησι stay at home at Athens, D.35.16; so ἐν αὐτῇ (sc. τῇ πόλει) ἐ. Pl.Cri. 52b; opp. στρατεύομαι, Is.9.3.2. of diseases, to be prevalent, epidemic, Hp.Prog..25.II. come home, X.Mem.2.8.1; ἐνθάδε ἐ. Pl.Smp. 172c;εἰ νῦν ἐξ ἀγροῦ ἐνθάδ' ἐπιδημεῖ Men.Georg.19
.III. of foreigners, come to stay in a city, reside in a place, οἱ -οῦντες ἐνΛακεδαίμονι ξένοι X.Mem.1.2.61
; ἐ. εἰς Μέγαρα come to Megara to stay there, D.59.37, cf.Aeschin.2.154;ἐκ Κλαζομενῶν Pl.Prm. 126b
; ἐ. τοῖς μυστηρίοις to be present at, attend them, D.21.176; τοὺς ἐπιδημήσαντας ἅπαντας τῶν Ἑλλήνων all who were present[at the festival], ib. 217;Φοίβου ἐπιδημήσαντος Call.Ap.13
: laterc. dat.,ταῖς Σάρδεσιν Philostr. VS1.22.4
; also (ii B.C.).2. abs., stay in a place, be in town,ὅσοι ξένοι ἐπιδημοῦσιν Lys.12.35
, cf. Inscr.Prien.108.286 (ii B.C.), Act.Ap.17.21; Πρωταγόρας ἐπιδεδήμηκεν; Pl.Prt. 309d: metaph.,ἐ. θίασος Μουσῶν Ar.Th.40
.3. ἐ. τινί visit a person, PLond.2.416.5 (iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδημέω
См. также в других словарях:
Κλαζομενῶν — Κλαζομεναί fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτύμβιος — Οποιοδήποτε σήμα τοποθετείται πάνω σε τύμβο ή τάφο για να κρατά ζωντανή τη μνήμη εκείνων που βρίσκονται θαμμένοι κάτω από αυτόν. Η χρήση του ε. χρονολογείται από τους ομηρικούς χρόνους. Για τους αρχαίους Έλληνες ήταν ένας τρόπος δηλωτικός της… … Dictionary of Greek
κλαζομένιος — α, ο (Α κλαζομένιος, ία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη τής Μικράς Ασίας Κλαζομενές ή αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «κλαζομένια αγγεία» είδος αρχαίων αγγείων τής περίφημης αγγειοπλαστικής τέχνης τών Κλαζομενών β.… … Dictionary of Greek
οίκοθεν — (Α οἴκοθεν και οἴκοθε) επίρρ. 1. από το σπίτι, από την οικία («φιάλαν... δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων οἴκοθεν οἴκαδε», Πίνδ.) 2. από την πατρίδα («οἴκοθεν ἐκ Κλαζομενῶν», Πλάτ.) 3. αφ εαυτού, αυτοπροαίρετα, εκουσίως 4. με προσωπική κρίση… … Dictionary of Greek
σαρκοφάγος — Νεκρική λάρνακα λίθινη ή πήλινη, σε χρήση από την προϊστορική εποχή ως το Μεσαίωνα. Οι πρώτες σ. εμφανίζονται στην Αίγυπτο κατά την 3η π.Χ. χιλιετία: είναι ξύλινες κιβωτιόσχημες, με ζωγραφική ή πλαστική διακόσμηση, ή ανθρωποειδείς με κάλυμμα που… … Dictionary of Greek
Κλαζομενές — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, που ήταν χτισμένη στην ηπειρωτική χώρα και στο ομώνυμο νησί από Ίωνες. Η πόλη βρισκόταν μεταξύ Σμύρνης και Ερυθρών. Αρχηγός της ήταν ο Κολοφώνιος Πόρφυρος, ο οποίος την αποίκισε με Φλιασίους και Κλεωναίους πρόσφυγες … Dictionary of Greek