Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Κεχηναῖοι

См. также в других словарях:

  • Κεχηναίων — Κεχηναί̱ων , Κεχηναῖοι fem gen pl Κεχηναί̱ων , Κεχηναῖοι masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχηναίος — α, ον (Α Κεχηναῑος, α, ο ν) νεοελλ. αυτός που χάσκει, χάχας, κεχηνώς αρχ. (ο πληθ. τού αρσ. ως εθνικό όν.) Κεχηναῑοι (κωμικό λογοπαίγνιο τού Αριστοφάνη για τους Αθηναίους) αυτοί που χάσκουν, οι χάχηδες («τῇ Κεχηναίων πόλει», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Κεχηναίους — Κεχηναί̱ους , Κεχηναῖοι masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»