-
1 Κερκυρα
поздн. Κόρκυρα ἥ Керкира (о-в Ионического моря, у побережья Эпира, ныне Корфу) Her., Thuc. etc. -
2 Κέρκυρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κέρκυρα
-
3 Κέρκυρα
Grammatical information: f.Meaning: the island of Corcyra (Hdt., Th., att. inscr. since 375a).Other forms: also Κόρκυρα (Att. inscr. 433a, also Corcyraean coins; prob. from assimilation ε - υ \> ο - υ, Schwyzer 255). Alcman has Κέρκυρ (fr. 114 Page). Myc. korokuraijo \/ Korkuraios\/.Dialectal forms: Myc. korokuraijo \/ Korkuraios\/.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Here also the Illyrian people's-name Κέρκυρες (cf. Ἴλλυρες); from there the name of the island? (Schwyzer 66). Acc. to Mayer KZ 70, 76ff. prop. the "oak-island", from the Illyr. word for `oak' to Lat. quercus, Goth. fairguni `mountain' etc. Other combinations in Specht Sprache 1, 40f.Page in Frisk: 1,831Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Κέρκυρα
-
4 Κερκύρα
Κερκύ̱ρᾱ, ΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessaly: fem nom /voc /acc dual——————Κερκύ̱ρᾱͅ, ΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessaly: fem dat sg (attic doric aeolic) -
5 Κερκύρᾳ
Βλ. λ. Κερκύρα -
6 Κέρκυρα
Κέρκῡρα, ΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessaly: fem nom /voc sg -
7 Κέρκυρα
η 1. о-в Керкира;тж. Κορφοί; 2. Керкира (ном и город Ионических о-вов) -
8 Κερκυραικά
Κερκυραϊκά, ΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessaly: neut nom /voc /acc plΚερκυραϊκά̱, ΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessaly: fem nom /voc /acc dualΚερκυραϊκά̱, ΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessaly: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 Κορκυρα
-
10 Κερκυραίον
ΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessaly: masc acc sgΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessaly: neut nom /voc /acc sg -
11 Κερκυραῖον
ΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessaly: masc acc sgΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessaly: neut nom /voc /acc sg -
12 Κερκυραικών
Κερκυραϊκῶν, ΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessaly: fem gen plΚερκυραϊκῶν, ΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessaly: masc /neut gen pl -
13 Κερκυραικῶν
Κερκυραϊκῶν, ΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessaly: fem gen plΚερκυραϊκῶν, ΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessaly: masc /neut gen pl -
14 Κερκυραία
Κερκυραί̱ᾱ, ΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessaly: fem nom /voc /acc dualΚερκυραί̱ᾱ, ΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessaly: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
15 Κερκυραίας
Κερκυραί̱ᾱς, ΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessaly: fem acc plΚερκυραί̱ᾱς, ΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessaly: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 Κερκυραίων
Κερκυραί̱ων, ΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessaly: fem gen plΚερκυραί̱ων, ΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessaly: masc /neut gen pl -
17 Κερκύρας
Κερκύ̱ρᾱς, ΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessaly: fem acc plΚερκύ̱ρᾱς, ΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessaly: fem gen sg (attic doric aeolic) -
18 κέρκουρος
A light vessel, boat, esp. of the Cyprians, Hdt.7.97, cf. Din.Fr.12.2, Moschio ap. Ath.5.208e, D.S.24.1 (pl.); used for Nile transport, PCair.Zen.54.3 (iii B.C.), etc.:—written [full] κέρκυρος (as if from Κέρκυρα) Sch.Ar. Pax 142; [full] κέρκυρα (pl.) Suid. s.v. Ναξιουργὴς κάνθαρος.II a sea-fish, Opp.H.1.141. (Cf. Lat. cercurus, cercyrus in both senses.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κέρκουρος
-
19 προ-τολμάω
προ-τολμάω, vor Andern oder mehr als Andere wagen; ἐν τῇ Κερκύρᾳ τὰ πολλὰ αὐτῶν προετολμήϑη, Thuc. 3, 84; u. Sp., τὰ προτετολμημένα, Hdn. 6, 7, 24.
-
20 προτολμαω
ранее отваживаться
См. также в других словарях:
κέρκυρα — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν κόρη του Κερκιλλίνου, Ρωμαίου διοικητή της Κέρκυρας, ο οποίος υπήρξε φανατικός ειδωλολάτρης. Όταν έφτασαν οι απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος, η Κ. ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Βρήκε μαρτυρικό θάνατο στις 5… … Dictionary of Greek
Κέρκυρα — Sp Kèrkyra Ap Κέρκυρα/Kerkyra Sp Kòrfu Ap Κόρφοι/Korfu L s. Jonijos j., mst., Jonijos salų adm. sr. centras ir Graikijos nomas … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Κερκύρα — Κερκύ̱ρᾱ , Κέρκυρα BMus.Cat.Coins Thessaly fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κερκύρᾳ — Κερκύ̱ρᾱͅ , Κέρκυρα BMus.Cat.Coins Thessaly fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κέρκυρα — Κέρκῡρα , Κέρκυρα BMus.Cat.Coins Thessaly fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρμένης-Βράιλας, Πέτρος — (Κέρκυρα 1812 – Λονδίνο 1884).Φιλόσοφος, νομομαθής και πολιτικός. Σπούδασε στην Κέρκυρα, την Μπολόνια και τη Γενεύη. Το 1840 διορίστηκε δικαστής των ανώτερων δικαστηρίων στη Ζάκυνθο και έπειτα υποθηκοφύλακας στην Κέρκυρα. Από το 1842 επιδόθηκε… … Dictionary of Greek
Ξύνδας, Σπυρίδων — (Κέρκυρα 1814 – Αθήνα 1896). Συνθέτης. Σπούδασε μουσική στην Κέρκυρα με τον Μάντζαρο (βλ. λ.), του οποίου ήταν μάλιστα στενός συνεργάτης, και έπειτα στο Ωδείο της Νεάπολης. Από τους ιδρυτές, μαζί με τον Μάντζαρο, της «Φιλαρμονικής Εταιρείας… … Dictionary of Greek
Αλβάνας, Φρειδερίκος — (Κέρκυρα 1827 – 1903). Νομομαθής και λόγιος. Ο Α., που ήταν αδελφός της Μαργαρίτας Αλβάνα Μηνιάτη, σπούδασε νομικά στην Πίζα της Ιταλίας και γύρισε στο νησί του, όπου εργάστηκε σε διάφορες υπηρεσίες της Επτανήσου Πολιτείας. Αρχικά διορίστηκε… … Dictionary of Greek
Γιαλλινάς ή Γυαλινάς, Άγγελος — (Κέρκυρα 1857 – 1939). Ζωγράφος. Έγινε διάσημος για τις θαυμάσιες υδατογραφίες του. Μαθήτευσε αρχικά κοντά στον Κερκυραίο ζωγράφο Χαράλαμπο Παχή και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Βενετία, στη Νάπολη και στη Ρώμη. Επιστρέφοντας στην Κέρκυρα,… … Dictionary of Greek
Γιωτόπουλος, Παναγιώτης — (Κέρκυρα 1878 – Αθήνα 1965). Ποινικολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε νομικά στην Πίζα, στη Ρώμη και στο Παρίσι. Το 1906 διορίστηκε υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1928 έκτακτος καθηγητής ποινικής δικονομίας. Έγραψε πολλές ποινικές… … Dictionary of Greek
Δάνδολος, Αντώνιος — (Κέρκυρα 1788 – 1863). Πολιτικός και εθνικός αγωνιστής. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και όταν γύρισε στην Κέρκυρα, κατατάχτηκε στο σώμα του γαλλικού ιππικού με τον βαθμό του αξιωματικού. Μετά την αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων από την Κέρκυρα … Dictionary of Greek