-
1 θεᾱτήρ
-
2 θατήρ
θᾱτήρ, ῆρος, ὁ, [dialect] Dor. for Θᾱητήρ,= Θεατήρ,= θεατής, B.9.23, Hsch. [full] θᾱτύς, ύος, ἡ, [dialect] Dor. for Θαητύς,= Θεατύς,= θεωρία, Id.A s.v. ἐς θατύν. [full] θαυλακίζειν, = θυλακ-, Id. [full] θαυλέα· οὐρά, κέρκος, Id. [full] θαύλια, τά, a festival, Id.:—also [full] θαυλίζειν, Id.: prob. connected with [full] Θαύλιος, epith. of Zeus at Pharsalus, Hermes 46.154, 286. (Possibly = throttler, cf. Καν-δαύλης = Κυνάγχης (q.v.).) -
3 θεᾱτής
См. также в других словарях:
θεατήρ — θεατήρ, ὁ (Μ) [θεώμαι] θεατής … Dictionary of Greek
θατήρ — θατήρ, ῆρος, ὁ (Α) (δωρ. τ. τού θεατήρ*) θεατής … Dictionary of Greek
θεατήρια — θεατήρια, τά (Μ) [θεατήρ] (κατά τον Λέοντα τον Σοφό) «ὑπαιθρα, ἅ πρός μόνην καί ὑπαέριον ἁπόλαυσιν έπινενόηνται καὶ ἡλιακά προσαγορεύονται» … Dictionary of Greek