-
1 Θασία
Θασίᾱ, Θάσιοςof: fem nom /voc /acc dualΘασίᾱ, Θάσιοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 Θασια
I.II.τά2) товары с острова Тасос Arst. -
3 Θάσια
Θάσιοςof: neut nom /voc /acc pl -
4 Θασίας
Θασίᾱς, Θάσιοςof: fem acc plΘασίᾱς, Θάσιοςof: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 Θασίαν
Θασίᾱν, Θάσιοςof: fem acc sg (attic doric aeolic) -
6 Θάσι'
Θάσια, Θάσιοςof: neut nom /voc /acc plΘάσιε, Θάσιοςof: masc voc sgΘάσιαι, Θάσιοςof: fem nom /voc pl -
7 Θάσιος
A of or from Thasos, Θάσιος (sc. οἶνος) Thasian wine, Hermipp.82.3, Ar.Fr. 317, etc.;Θάσιον οἴνου σταμνίον Id.Lys. 196
, cf. Ec. 1119; Θάσια κάρυα almonds, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647f, Aët.12.37; so Θάσια alone, Plu.2.1097d, Dsc.4.188, Gp.10.57 tit.: in sg., ib.76.6: ἡ Θασία ἅλμη pickled sea-fish, Cratin.6; and without ἅλμη, ἀνακυκᾶν Θασίαν to make this pickle, Ar.Ach. 671.II Θάσιος, ὁ (sc. μήν), name of month at Temnos, Wiener Denkschr.53.96 (prob.).2 Θάσιον, τό, a measure in Egypt, PCair.Zen.12.19 (iii B.C.), al. -
8 ἁλμαῖος
ἁλμαῖος, salzig, τὰ ἁλμαῖα, salgama, zur Aufbewahrung mit Salz eingemachte Früchte, Wurzeln, Kräuter, Brühe, λευκὴ καὶ παχεῖα, über Fische, Philem. Ath. IV, 133 a; ϑασία ἅλμη Cratin. ib. 164 e.
-
9 λιπαραμπυξ
- ῠκος adj.1) с блистающей повязкой(Μναμοσύνα Pind.)
2) шутл. блистательный, сверкающий(Θασία, sc. ἅλμη Arph.)
-
10 ἅλμη
A sea-water, brine, Od.5.53, Pi.P.2.80, etc.; spray that has dried on the skin, Od.6.219; salt incrustation on soil, Hdt.2.12, Thphr.CP6.10.4.3 salt-water, brine used for pickling, Hdt.2.77, Ar.V. 1515, Fr. 416;ἡ Θασία ἅ. Cratin.6
;ἐν ἅλμῃ ἕψειν [τὸν ἰχθύν] Antiph.222
, cf.Eub.44;καταπνίγειν Sotad.Com.1.21
, etc.: prov., πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς 'first catch your hare, then cook it', Phot. s.v. πρίν.II saltness, esp. as a bad quality in soil, X.Oec.20.12, cf. Thphr.CP6.10.4.2 salt soil, PLond.2.267.95, al. (i/ii A. D.).
См. также в других словарях:
Θασία — Θασίᾱ , Θάσιος of fem nom/voc/acc dual Θασίᾱ , Θάσιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θάσια — Θάσιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θασίας — Θασίᾱς , Θάσιος of fem acc pl Θασίᾱς , Θάσιος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θασίαν — Θασίᾱν , Θάσιος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θάσι' — Θάσια , Θάσιος of neut nom/voc/acc pl Θάσιε , Θάσιος of masc voc sg Θάσιαι , Θάσιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάσιος — ία, ο (AM θάσιος, ία, ον) αυτός που προέρχεται από τη Θάσο ή ανήκει στη Θάσο·|| αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό Θάσιος ονομασία μήνα 2. το ουδ. ως ουσ. τό θάσιον μέτρο στην Αίγυπτο 3. φρ. α) «ἡ θασία ἄλμη» και μόνο «θασία» είδος αλμυρού καρυκεύματος ή… … Dictionary of Greek