Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Εὐρυμέδοντα

См. также в других словарях:

  • Εὐρυμέδοντα — Εὐρυμέδων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυμέδοντα — εὐρυμέδων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • Φαίακες — Μυθικός λαός στη χώρα του οποίου έφτασε ο Οδυσσέας κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών του. Οι Φ. αρχικά έμεναν στην Υπέρεια, έπειτα όμως τους έδιωξαν οι Κύκλωπες και πήγαν στη Σχερία, όπου και έζησαν ευτυχισμένοι με τον βασιλιά τους Ναυσίθοο, γιο …   Dictionary of Greek

  • ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… …   Dictionary of Greek

  • θρασύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Τύραννος της Μιλήτου (6ος αι. π.Χ.). Με τέχνασμά του παραπλάνησε τον βασιλιά της Λυδίας, Αλυάττη, ο οποίος πολιορκούσε την πόλη, και τον ανάγκασε όχι μόνο να συμμαχήσει με τους Μιλήσιους αλλά και να… …   Dictionary of Greek

  • ιππόνικος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος δαδούχος και αργότερα στρατηγός (; – 422; π.Χ.). Ήταν γιος του Καλία του Αθηναίου και της αδελφής του Κίμωνα, Ελπινίκης, πεθερός του Αλκιβιάδη. Μαζί με τον Ευρυμέδοντα και τον Νικία νίκησε το 427 π.Χ. τους… …   Dictionary of Greek

  • κέστρος — Ονομασία ποταμού της Παμφυλίας κατά την αρχαιότητα, που βρισκόταν ανάμεσα στον Ευρυμέδοντα και τον Μαγόδο και πήγαζε από τα Σελγικά όρη. Είχε απεικονιστεί ως θεός σε νομίσματα της πόλης Πέργης. Ήταν πλωτός, όπως μαρτυρούν οι Πράξεις των Αποστόλων …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • ουρανίδης — οὐρανίδης, δωρ. τ. οὐρανίδας, ὁ (Α) 1. ο γιος τού Ουρανού («Οὐρανίδα γόνον εὐρυμέδοντα Κρόνου», Πίνδ.) 2. ως επίθ. ουράνιος («κήρυσσε θεοὺς τοὺς τ οὐρανίδας τοὺς θ ὑπὸ γαῑαν», Ευρ.) 3. στον πληθ. oἱ Οὐρανίδαι προσωνυμία τών δώδεκα τέκνων τού… …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»