-
1 Ευμενούς
-
2 Εὐμενοῦς
-
3 Ευμένους
-
4 Εὐμένους
-
5 ευμενούς
-
6 εὐμενοῦς
-
7 εὐ-μενής
εὐ-μενής, ές (μένος), gut gesinnt, wohlwollend, bes. von den Göttern, gnädig, ϑεοί Xen. Hell. 6, 4, 2; ἦτορ H. h. 21, 7; Κ ρονίδαι Pind. P. 2, 25; τύχη, νοῦς, Ol. 14, 16 P. 8, 19; εὐμενὴς ὁ Λύκειος ἔστω πάσᾳ νεολαίᾳ Aesch. Suppl. 669 u. oft; ὑμῖν δ' ἂν εἴη δῆμος εὐμενέστερος 483; von Sachen, ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιάνισον Spt. 250; Σπερχειὸς ἄρδει πεδίον εὐμενεῖ ποτῷ Pers. 479; wie νέους ἕρποντας εὐμενεῖ πέδῳ Spt. 17; so Soph. u. Eur.; τὰ σφάγια δέξαι ταῖς γυναιξὶν εὐμενής Ar. Lys. 204; καὶ ἵλεως Plat. Phaedr. 257 a u. oft (wie Theocr. 5, 18); μετὰ τύχης εὐμενοῦς Legg. VII, 813 a; σύμμαχοι Rep. III, 416 b, wohlwollende, treue Bundesgenossen, wie Xen. u. A.; παρέσχετε τ ὴν γῆν εὐμενῆ ἐναγωνίσασϑαι τοῖς Ἕλλησιν Thuc. 2, 74; πρὸς πᾶσαν φιλοσοφίαν Plut. Lucull. 42; – τὸ τῶν ϑεῶν εὐμενές, = εὔνοια, Dem. 4, 45. – Von Heilmitteln, die einen wohlthätigen Einfluß auf Etwas ausüben, heilsam, zuträglich, Hippocr. u. a. Medic.; Plut.; ähnlich ἡ τραχεῖα ὁδὸς τοῖς ποσὶν ἀμαχεὶ ἰοῦσιν εὐμενεστέρα ἢ ὁμαλὴ τὰς κεφαλὰς βαλλομένοις, bequemer, Xen. An. 4, 6, 12. – Adv. εὐμενῶς, ϑεὸς εὐμ. προςδέρκεται Aesch. Ag. 926; ἡδέως καὶ εὐμ. τὸν λόγον ἀπεδέξατο Plat. Phaed. 89 a; ἀκούειν Rep. X, 607 d u. A.; εὐμενεστέρως διατεϑῆναι Isocr. 4, 43; εὐμενέστερον, Eur. Hel. 1298 u. A.
-
8 υποδοχή
η1) встреча (приезжающих); приём (гостей, посетителей); 2) встреча, прием;θερμή υποδοχή — горячий приём;
τό βιβλίον έτυχεν εύμενούς υποδοχής — книга была благожелательно принята, встречена читателями
См. также в других словарях:
Εὐμενοῦς — Εὐμενής well disposed masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμενοῦς — εὐμενής well disposed masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐμένους — Εὐμένης masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ROSIUS Portus — Ciliciae apud Polyaen. l. 4. c. 6. in Antigono, Comm. 9. Φοινίςςαι νῆες ὁρμοῦςαι Κιλικίαν ὑπὸ τῷ ῥωςίῳ λιμένι χρήματα ἐυμενοῦς αγουςαι. Scribe Rhosius … Hofmann J. Lexicon universale
δωροδοκία — Αξιόποινο αδίκημα που αναφέρεται σε διάφορες περιπτώσεις στον Π.Κ. Έτσι, τιμωρείται ο δημόσιος υπάλληλος ή λειτουργός, όταν αποκτά ή δέχεται δώρα ή άλλα ωφελήματα για να ενεργήσει ή να παραλείψει παράνομη ή νομική πράξη. Εκτός από τον… … Dictionary of Greek
ευμένειος — εὐμένειος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ευμένη (όνομα δύο βασιλέων τής Περγάμου) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐμένεια γιορτή προς τιμήν τού βασιλιά Ευμένους Β τής Περγάμου 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὐμένειος (ενν. μήν.) ονομασία… … Dictionary of Greek
ευμενισταί — εὐμενισταί, οἱ (Α) [ευμενίζω] επιγρ. θίασος, όμιλος θιασωτών τού Ευμένους … Dictionary of Greek
οικήτωρ — οἰκήτωρ, ορος, ὁ (ΑΜ) 1. κάτοικος («χθονός τῆσδ εὐμενοῡς οἰκήτορας», Σοφ.) 2. άποικος («ἐξέπεμψαν ὕστερον οὐ πολλῷ εἰς αὐτὴν τοὺς οἰκήτορας», Θουκ.) 3. φρ. α) «Ἅιδου οἰκήτορες» οι νεκροί β) «οἰκήτωρ θεοῡ» κάτοικος ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ +… … Dictionary of Greek
συμφορά — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφορά Ν, και ιων. τ. συμφορή Α 1. κακοτυχία, δυστυχία, ατύχημα (α. «τόν βρήκε μεγάλη συμφορά» β. «ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος», Ηρόδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που φέρνει κακοτυχία, δεινά (α. «αυτός είναι αληθινή συμφορά για… … Dictionary of Greek
Άτταλος — I Όνομα τριών βασιλιάδων της Περγάμου. 1. Ά. Α’ ο Σωτήρ (269 197 π.Χ.). Ο πρώτος βασιλιάς του ελληνιστικού αυτού κράτους (241 197). Η νίκη του εναντίον των Γαλατών υπήρξε η μεγάλη δόξα του. Χάρη στη διπλωματία και στις στρατηγικές του ικανότητες … Dictionary of Greek