Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Δωρικος

См. также в других словарях:

  • Δωρικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρικός — ή, ό (AM δωρικός, ή, όν Α και δωριακός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στους Δωριείς («δωρική απλότητα, λιτότητα, αδρότητα κ.λπ.», «ἁπλοῡν τε καὶ δωρικόν») 2. (για τόπο) αυτός που ανήκει σε Δωριείς·|| νεοελλ. φρ. 1. «δωρικός κίων,… …   Dictionary of Greek

  • δωρικός ρυθμός — Ο αρχαιότερος από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· οι άλλοι δύο είναι ο ιωνικός και o κορινθιακός. Πήρε την ονομασία του από τους Δωριείς και διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας και της… …   Dictionary of Greek

  • δωρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Δωριείς: Ο ναός είναι δωρικού ρυθμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δωρικά — Δωρικός neut nom/voc/acc pl Δωρικά̱ , Δωρικός fem nom/voc/acc dual Δωρικά̱ , Δωρικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δωρικώτερον — Δωρικός adverbial comp Δωρικός masc acc comp sg Δωρικός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δωρικῶν — Δωρικός fem gen pl Δωρικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δωρικόν — Δωρικός masc acc sg Δωρικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δωρικαῖς — Δωρικός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δωρικαί — Δωρικός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δωρικοῖς — Δωρικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»