-
1 δωρικός
-
2 Δωρικος
-
3 Δωρικός
Δωρικόςmasc nom sg -
4 δωρικός
-
5 δωρικός
η, ο[ν], δώριος, ος и ία, ον дорический;δωρικός ρυθμός — дорический стиль
-
6 Δωρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Δωρικός
-
7 Δωρικά
Δωρικόςneut nom /voc /acc plΔωρικά̱, Δωρικόςfem nom /voc /acc dualΔωρικά̱, Δωρικόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 Δωρικώτερον
Δωρικόςadverbial compΔωρικόςmasc acc comp sgΔωρικόςneut nom /voc /acc comp sg -
9 Δωρικόν
Δωρικόςmasc acc sgΔωρικόςneut nom /voc /acc sg -
10 Δωρικαί
Δωρικόςfem nom /voc pl -
11 Δωρικοί
Δωρικόςmasc nom /voc pl -
12 Δωρικούς
Δωρικόςmasc acc pl -
13 Δωρική
Δωρικόςfem nom /voc sg (attic epic ionic) -
14 Δωρικήν
Δωρικόςfem acc sg (attic epic ionic) -
15 Δωριακος
-
16 Δωριευς
III- έως ὅ преимущ. pl. дорянин1) житель Дориды - областей в Средней Греции и в Малой Азии Her., Thuc., Diod.2) лакедемонянин Her., Thuc., Plat., Plut.3) житель Пелопоннеса Her., Plut.4) житель прочих областей с дорическим населением или диалектом - Крита, Сиракуз, Эпидавра Hom., Her., Thuc.- έως ὅ Дорией1) брат спартанских царей Клеомена I и Леонида I, покинувший Спарту ок. 520 г. до н.э. и павший в Сицилии в бою с финикиянами Her., Diod.2) сын родосца Диагора, знаменитый победитель на Истмийских и др. играх, участник Пелопоннесской войны Thuc., Xen. -
17 Δωριος
-
18 Δωρικών
-
19 Δωρικῶν
-
20 δωριακός
См. также в других словарях:
Δωρικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρικός — ή, ό (AM δωρικός, ή, όν Α και δωριακός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στους Δωριείς («δωρική απλότητα, λιτότητα, αδρότητα κ.λπ.», «ἁπλοῡν τε καὶ δωρικόν») 2. (για τόπο) αυτός που ανήκει σε Δωριείς·|| νεοελλ. φρ. 1. «δωρικός κίων,… … Dictionary of Greek
δωρικός ρυθμός — Ο αρχαιότερος από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· οι άλλοι δύο είναι ο ιωνικός και o κορινθιακός. Πήρε την ονομασία του από τους Δωριείς και διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας και της… … Dictionary of Greek
δωρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Δωριείς: Ο ναός είναι δωρικού ρυθμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δωρικά — Δωρικός neut nom/voc/acc pl Δωρικά̱ , Δωρικός fem nom/voc/acc dual Δωρικά̱ , Δωρικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωρικώτερον — Δωρικός adverbial comp Δωρικός masc acc comp sg Δωρικός neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωρικῶν — Δωρικός fem gen pl Δωρικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωρικόν — Δωρικός masc acc sg Δωρικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωρικαῖς — Δωρικός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωρικαί — Δωρικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωρικοῖς — Δωρικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)