-
1 διηγήσεις
διήγησιςnarration: fem nom /voc pl (attic epic)διήγησιςnarration: fem nom /acc pl (attic) -
2 μεταξύ
A in the midst: hence,I as Adv.,1 of Place, betwixt, between, once in Hom., Il.1.156, cf. h.Merc. 159, etc.: with Art.,τὸ μ. Hdt.2.8
, Ar.Av. 551;ἐν τούτῳ μ. Th.4.25
;νεάτης τε καὶ ὑπάτης καὶ μέσης καὶ εἰ ἄλλα ἄττα μ. τυγχάνει ὄντα Pl.R. 443d
;αὐχένα μ. τιθέντες Id.Ti. 69e
: metaph.,φίλος ἢ ἐχθρὸς ἢ μ. Arist.Rh. 1376a30
.2 of Time, between-whiles, meanwhile, Hdt.4.155, S.Fr. 225, Pl.Ly. 207d, etc.; τὰ μ. the intervening events, Isoc.12.201: freq. c. [tense] pres. part., μ. ὀρύσσων ἐπαύσατο in the midst of his digging, Hdt.2.158;ἐπελαυνόντων.. μ. Id.4.129
;μ. θύων Ar.Ra. 1242
;μ. πίνων Eup.351.5
;μ. πορευομένους X.Cyr.8.8.11
, cf. Pl.Ly. 207b, etc.; ἐξαναστάντες μ. δειπνοῦντες in the middle of supper, D.18.169; ἀπαγχομένη μ. κατεκλίθη ( κατεκωλύθη Blass), i. e. in the interval between this and reviving, And.1.125: freq. with Verbs of speaking, λέγοντα μ. in the middle of my discourse, Pl.Ap. 40b, cf. Euthd. 275e, R. 336b: without part., μ. ὑπολαβεῖν to interrupt, X.An.3.1.26;μ. τὸν λόγον καταλύομεν Pl.Grg. 505c
;μ. διαλῦσαι τὴν συνουσίαν Id.Prt. 336e
; ἐν τῷ μ. (sc. χρόνῳ) X. Smp.1.14: with χρόνῳ, D.30.17.b in late writers, like μετά (Adv.), after, afterwards, τὸ μ. σάββατον the next Sabbath, Act.Ap. 13.42; οἱ μ. τούτων βασιλεῖς the kings who followed them, J.BJ5.4.2; οἱ μ. τούτων, = Lat. posterieorum, IG14.1913.3 of Qualities, τὰ μ. intermediate, i.e. neither good nor bad, Pl.Grg. 468a.4 of Degree, ὅσον τὸ μ. how great is the difference, Timocl.22.1.5 Gramm., the neuter gender, Arist.SE 166b12, Po. 1458a17.II as Prep. c. gen., between, Hdt.1.6,7.85, Th.1.118, 4.42, etc.;μ. σοφίας καὶ ἀμαθίας Pl.Smp. 202a
;μ. τούτοιν ἀμφοῖν ἐν μέσῳ ὄν Id.R. 583c
; αἱ μ. τῶν λόγων διηγήσεις the explanations between the speeches, Id.Tht. 143c; but μ. τῶν λόγων if I may interrupt the argument, Id.Phdr. 230a; μ. τῶν βασιλέων among kings, Plu.2.177c; between parties to an agreement,τιμὴ ἡ συμφωνηθεῖσα μ. τινῶν BGU316.15
(iv A. D.); τὰ μ. σύμφωνα the terms agreed between the parties, POxy.914.8 (v A.D.): sts. one of the extremes is omitted,ἄνωθεν τῶν Θυεστείων ῥακῶν μ. τῶν Ἰνοῦς Ar.Ach. 434
;ἢ ἐναντίοις οὖσιν ἢ μ. Arist.GC 319b12
;ἦν συμφέρον ὡς πλεῖστον τὸν μ. χρόνον γενέσθαι τῶν ὅρκων D.18.26
.b μ. θύρας in the opening of the door, Sor.1.119. -
3 πανηγυρικός
A of or for a public festival or assembly,οἱ ὄχλοι οἱ π. Isoc.12.263
; πολυτέλεια, κόσμος, Plu. 2.608f.II generally, solemn, festive, λόγος festival oration, such as those pronounced at the Olympic games, panegyric, Isoc.5.9,84, al.; Ἰσοκράτης ἐν τῷ π. in his Panegyric, Arist.Rh. 1408b15; π. εἶδος [τῆς ῥητορικῆς] Phld.Rh.2.251 S.;τὰ π. Plu.2.79b
: [comp] Comp. - ώτερος, of Isocrates himself, D.H.Vett.Cens.5.2; - ώτεραι διηγήσεις Aps.p.257 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανηγυρικός
-
4 περιπετικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπετικός
-
5 συμβουλή
συμβουλ-ή, ἡ,= συμβουλία, Hdt.1.157,3.1, Pl.Phdr. 260d, Call. in Διηγήσεις vii 19, etc.: prov., ἱερὸν συμβουλήA counsel is a sacred thing, Ar.Fr.33 (v. ἱερός IV. 11): pl.,συμβουλὰς συμβουλεύειν Pl.Grg. 520d
, cf. Din.1.47.II deliberation, debate,εἰς σ. τοὺς φίλους παρακαλεῖν Pl.Prt. 313a
; σ. πολιτ ικῆς ἀρετῆς a debate on it, ib. 322e;ὅταν περί τινος σ. ᾖ Id.Grg. 455c
;ἕνεκά τινος Id.Lg. 942a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβουλή
-
6 τείχισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τείχισμα
-
7 φαρμακός
φαρμακός [v. ad fin.], ὁ,A one sacrificed or executed as an atonement or purification for others, scapegoat, Hippon.5, al., Ar.Ra. 733 (troch.), Ister 33; and, since criminals were reserved for this fate, a general name of reproach, Ar.Eq. 1405, Lys.6.53, Call. in Διηγήσεις ii 29, D. 25.80. [[pron. full] ᾱ Hippon. and Call., [pron. full] ᾰ Ar.Eq. l.c.; on the accent v. Hdn. Gr.1.150;φαρμᾶκος Did.
ap. Harp.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμακός
-
8 φημίζω
Aἐφήμισα A.
(v. infr.), E. (v. infr.), [dialect] Ep. subj. , [dialect] Dor. ἐφάμιξα ([etym.] κατ-) Pi.O.6.56:—[voice] Med., [tense] aor.ἐφημισάμην A.
(v. infr.), [dialect] Ep.- ιξάμην D.P.90
, Nonn.D.3.276:—[voice] Pass., [tense] fut.φημισθήσομαι Lyc.1082
: [tense] aor.ἐφημίσθην Plu.2.264d
, etc.: [tense] pf.πεφήμισμαι Str.1.2.12
: ([etym.] φήμη).2 spread a report,φήμην φ. Hes.Op. 764
;διαβολάς J.BJ1.23.2
, cf. Q.S.13.538, etc.:—[voice] Pass., l.c., cf. J.BJ1.29.4, Arr.Peripl.M.Eux.6, PGiss.19.4 (ii A. D.);Μίνως ὀαριστὴς τοῦ Διὸς ἐφημίσθη εἶναι Plot.6.9.7
: abs., to be slandered, Supp.Epigr.4.648.12 (Lydia, ii A. D.).3 call, name,τινά τι Call.Aet.3.1.14
, 58, Nonn.D.9.23;οὔνομα φ. Opp.H.5.476
:— [voice] Med., Euph.57.4 promise, ἣν (sc. εὐνήν)ἐφήμισεν πατήρ μοι E.IA 1356
; ὃ ἐφήμισεν.. παρασχέσθαι Sch.Call. in Διηγήσεις xi 3.II [voice] Med., express in words,συντόμως ἐφημίσω A.Ag. 629
, cf. 1162 (lyr.), 1173(lyr.):—[voice] Pass., Zos.Alch.p.169B. -
9 φθιτός
-
10 ὑδροφόρια
ὑδροφόρ-ια, τά,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδροφόρια
-
11 ὑποπόδιον
ὑποπόδ-ιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποπόδιον
-
12 διήγησις
διήγησις, εως, ἡ (s. two prec. entries; Pla.+; PSI I 85, 8; POxy 1468, 11; LXX; TestSol ins H; GrBar ins 1; EpArist 1; 8; 322; Philo; Jos., Ant. 11, 68; Tat. 30, 2; 36, 1; Thom. Mag. p. 96, 8 R. διήγησις ὅλον τὸ σύγγραμμα, διήγημα δὲ μέρος τι; Iren. 5, 28, 3 [Harv. II 402, 6]) an orderly description of facts, events, actions, or words narrative, account. Of Luke’s Gospel Lk 1:1 (of a historical report also Diod S 11, 20, 1 ἡ διήγησις ἐπὶ τὰς πράξεις; Luc., Hist. Conscrib. 55 ἅπαν γὰρ ἀτεχνῶς τὸ λοιπὸν σῶμα τῆς ἱστορίας δ. μακρά ἐστιν ‘all the rest of the history is simply a lengthy narration’. Polyb. [3, 36, 1; 38, 4; 39, 1, s. Mausberger s.v.; s. also 2 Macc 2:32; 6:17; Jos., Vi. 336; EpArist 8] distinguishes the δ. from a preface or excursus. In forensic rhetoric=Lat. narratio). Of other accounts composed by apostles and their disciples: διήγησιν παρειλειφέναι θαυμασίαν ὑπὸ τῶν τοῦ Φιλίππου θυγατέρων that (Papias) had been the recipient of a marvelous recital attributed to Philip’s daughters Papias (2:9). Ἀριστίωνας … τῶν του κυρίου λόγων διηγήσεις (opp. Ἰωάννου παραδόσεις) Aristion’s recitals of the dominical words Pa (2:14).—ἀποστολικὰς … δ. apostolic treatments (for δ. in the sense of ‘discussion, presentation’ see Orig., C. Cels. 1, 9, 18; Hippol., Ref. Pr. 5) of eschatology Pa (2:12).—LAlexander ’93, 111. DELG s.v. ἡγέομαι. M-M. TW. -
13 ἀποστολικός
ἀποστολικός, ή, όν (s. ἀποστέλλω; schol. on Pind., P. 2, 6b, I. 2 ins a; Proclus in Phot., Bibl. p. 322b; Athen. 14, 631d [of a dance style: relating to a diplomatic mission?]) apostolic ἐν ἀ. χαρακτῆρι in apostolic fashion=as the apostles did in their letters ITr ins διδάσκαλος ἀ. καὶ προφητικός an apost. and prophetic teacher of Polycarp MPol 16:2. τὰς ἀ. διηγήσεις the apostolic accounts Pa (2:12).—Sv.
См. также в других словарях:
διηγήσεις — διήγησις narration fem nom/voc pl (attic epic) διήγησις narration fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… … Dictionary of Greek
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek
συναξάρι — Εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει σύντομες ή εκτενέστερες διηγήσεις σχετικά με τη ζωή και τα μαρτύρια των διάφορων άγιων. Τα κείμενα αυτά έχουν διαταχθεί κατά την εορτολογική τους σειρά και διαβάζονται στις λειτουργικές συνάξεις. Αυτά… … Dictionary of Greek
Γκαμπόν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκαμπόν Έκταση: 267.667 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.308.500 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Λιμπρεβίλ (541.000 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Ισημερινή Γουινέα και το Καμερούν, Α και Ν με τη… … Dictionary of Greek
КОНОН — • Conon, Κόνων, 1. афинский полководец, отличавшийся во время Пелопоннесской войны и уже в 413 г. до Р. X. командовавший флотом. Thuc. 7, 31. В 406 г. принял он команду вместо Алкибиада (hist. 5, 5, 4), но был Калликратидом… … Реальный словарь классических древностей
ευαγγέλιο — Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
Βρετονικός κύκλος — Με τον τίτλο αυτό είναι γνωστή η συλλογή θρύλων και αφηγήσεων που αναφέρονται στον μυθικό βασιλιά Αρθούρο και στη στρογγυλή τράπεζά του, μία ομάδα ευσεβών πολεμιστών που τηρούσαν αυστηρά τους νόμους της τέλειας ιπποσύνης. Η ιστορική ύπαρξη του… … Dictionary of Greek
Ελ Ντοράντο — (El Dorado). Θρύλος που διαδόθηκε ευρέως στην Ευρώπη μετά την ανακάλυψη της Αμερικής και αφορούσε την ύπαρξη ενός βασιλείου, κάπου στο εσωτερικό της νοτιοαμερικανικής ηπείρου, όπου αφθονούσαν το χρυσάφι και οι πολύτιμοι λίθοι. Οι πρώτοι Ισπανοί… … Dictionary of Greek