-
1 Δημοκριτος
ὅ Демокрит ( уроженец Абдер - ὅ Ἀβδηρίτης - важнейший представитель античного материализма, 460-370 гг. до н.э.) Arst., Plut.
См. также в других словарях:
Ληρόκριτος — Ληρόκριτος, ὁ (Α) λογοπαικτική παραποίηση τού ονόματος τού Δημοκρίτου από τον Επίκουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῆρος (Ι) + κριτος (< κρίνω), πρβλ. Δημό κριτος] … Dictionary of Greek