-
1 Δημοκριτος
ὅ Демокрит ( уроженец Абдер - ὅ Ἀβδηρίτης - важнейший представитель античного материализма, 460-370 гг. до н.э.) Arst., Plut. -
2 εταιρος
Iэп.-ион.-поэт. тж. ἕτᾰρος1) товарищ, спутник(ἑσθλός Hom.; ἀγαθός Aesch.; ἀρχαῖος Xen.; ἑ. τε καὴ φίλος Plat.)
δαιτὸς ἑ. HH. — сотрапезник, собутыльник;γέλως, ἑ. ὕβρεως Plut. — смех, спутник глумления;ὦταῖρε! Arph. — друг мой!;Hom. - иногда — о подчиненных или слугах:ἑτάροισιν ἰδὲ δμωῇσι κέλευσεν Hom. — (Патрокл) приказал (своим) спутникам и рабыням2) ученик, последователь(Λεύκιππος καὴ ὅ ἑ. αὐτοῦ Δημόκριτος Arst.; Σωκράτους Plut.)
3) сторонник, приверженец4) возлюбленныйοὐχ ἥκει μοὐταῖρος (= ὅ ἑ. μου) Arph. — не пришел мой возлюбленный
IIadj. m близкий, тесно связанный, сопутствующийτὸ ἑπιθυμητικὸν ἡδονῶν ἑταῖρον Plat. — влечение, сопутствующее наслаждениям;
οἰκειότατοί τε καὴ ἑταιρότατοι Plat. — самые близкие и задушевные (друзья) -
3 Ληροκριτος
ὁ Лерокрит, «Искатель пустяков» ( якобы переделанное в насмешку Эпикуром имя Δημόκριτος) Diog.L. -
4 πληρης
21) полный, наполненный(κρατῆρες Eur.; τὸ θέατρον Isocr.; κόφινοι NT.; ἄστυ πλῆρες οἰκιέων Her.; Ἕλλησι βαρβάροις θ΄ ὁμοῦ πλήρεις πόλεις Eur.)
ποταμὸς π. ἰχθύων Xen. — изобилующая рыбами река;κενῶν δοξασμάτων π. Eur. — полный вздорных мнений;Λεύκιππος καὴ Δημόκριτος στοιχεῖα τὸ πλῆρες καὴ τὸ κενὸν εἶναί φασι Arst. — Левкипп и Демокрит говорят, что (первичными) элементами являются полнота и пустота;ἐπεὰν π. γένηται ὅ ποταμός Her. — когда река выходит из берегов;οὐ πλήρεος ἐόντος τοῦ κύκλου Her. — так как не было полнолуния;τέσσερα ἔτεα πλήρεα Her. — четыре полных года;ἐπειδέ πλήρεις ἦσαν αἱ νῆες Thuc. — когда корабли были укомплектованы;π. ἐστὴ θηεύμενος Her. — он насмотрелся вдоволь2) сплошь покрытый(λέπρας NT.)
3) преисполненный(δόλου NT.)
4) полный, выданный сполна(μισθός NT.)
См. также в других словарях:
Δημόκριτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημόκριτος — I (Άβδηρα περ. 460 – περ. 370 π.Χ.). Φιλόσοφος. Ήταν σύγχρονος του Σωκράτη και του Πρωταγόρα. Οι πληροφορίες για τη ζωή του δεν είναι ακριβείς. Κατά την παράδοση, υπήρξε μακροβιότατος και πολυταξιδεμένος. Είχε δεχτεί τη διττή επίδραση του… … Dictionary of Greek
Δημοκρίτοιο — Δημόκριτος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημοκρίτοις — Δημόκριτος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημοκρίτου — Δημόκριτος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημοκρίτους — Δημόκριτος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημοκρίτῳ — Δημόκριτος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημόκριτε — Δημόκριτος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημόκριτοι — Δημόκριτος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημόκριτον — Δημόκριτος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Democritus — Full name Democritus Born ca. 460 BC Abdera, Thrace Died ca. 370 BC (Aged 90) Era … Wikipedia